Νόμιζα ότι η τσουλήθρα ήταν το πιο διασκεδαστικό παιχνίδι. Γλιστρούσαμε από ψηλά κι εκεί που μόλις είχαμε επιταχύνει πέφταμε απότομα στο μαλακό γρασίδι και σε τρελά γέλια. Αλλά η Αυγή κοιτούσε διαρκώς τα ψηλά δέντρα. Μπορούσα να φανταστώ τι ήθελε. Και, στ’ αλήθεια, μόλις μια ανεμόσκαλα έπεσε, φώναξε στο Ζαφείρη και τη Σμαράγδα και τρέξαμε και σκαρφαλώσαμε στο σπιτάκι του δέντρου απ’ όπου κατέβαιναν δυο άλλα παιδιά.
Το σπιτάκι το κρατούν κρεμαστό δυο κλαδιά ενός μεγάλου πλάτανου. Και ακουμπά σε ένα άλλο παχύ κλαδί που έχει γείρει για να το κρατά στους ώμους του. Στη μια πλευρά του έχει την πόρτα και στις άλλες τρεις τα παράθυρα, απ’ όπου μπορούσαμε να βλέπουμε μακριά προς όλες τις κατευθύνσεις.
Δηλαδή, τα παιδιά μπορούσαν. Εμένα μ’ έκρυβε ο ξύλινος τοίχος, που υψώνεται πάνω απ’ τη μέση της Αυγής. Έπρεπε να κάνω κάτι. Να κάνω κάτι να αντιληφθεί η Αυγή ότι δεν έβλεπα έξω. Να κάνω κάτι χωρίς να προδοθώ. Χοροπήδησα μέσα στη διάφανη θήκη όταν τα παιδιά κοιτούσαν έξω, αλλά ήταν πολύ εντυπωσιασμένη από το θέαμα για να καταλάβει ότι εγώ κουνούσα το τσαντάκι στη μέση της.
Ώσπου, μη βρίσκοντας άλλη λύση, έβαλα τα κλάματα. Και τότε με άκουσε. Μόνο η Αυγή με άκουσε. Με έβγαλε από τη θήκη και με κράτησε ψηλά κι έλαμπα απέναντι στον ήλιο. Και μπορούσα πια να βλέπω μακριά και χαμηλά και ψηλότερα, όπου ήθελα. Αλλά με βασάνιζε αυτή η απορία: πώς έγινε και δε με άκουσαν τα άλλα δυο παιδιά;
Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι ευθύς εξαρχής ήξερα την απάντηση. Αλλά δεν τολμούσα να το πω ούτε στον εαυτό μου. Αργότερα, ήρθαν κι άλλα γεγονότα και το επιβεβαίωσαν: η Αυγή είναι ένα μαγικό κορίτσι. Ένα από τα πράγματα που την κάνουν μαγική είναι ότι μπορεί ν’ ακούει το μολύβι της. Κανένα άλλο παιδί, απ’ όσο ξέρουμε μέχρι σήμερα, δεν έχει ακούσει τη φωνή ή το λυγμό του μολυβιού του.
Όταν πια ο ήλιος είχε πάει απ’ την άλλη πλευρά και στο πάρκο άρχισαν ν’ ανάβουν οι λάμπες φωτισμού, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Θα περπατούσαμε ως το χώρο στάθμευσης για το κοινό που είναι έξω από το πάρκο και θα πηγαίναμε στο σπίτι με το αυτοκίνητο, που είχε αφήσει εκεί ο κύριος Αυγερινός, ερχόμενος από την επίσκεψη στον μικρό του ασθενή.
Η οικογένεια των φίλων μας θα έπαιρνε το τραμ. Ήταν πια αρκετά κουρασμένοι και προτιμούσαν να μην περπατήσουν και στην επιστροφή. Ήταν ωραία η διαδρομή με το τραμ. Έπαιζε μάλιστα και μουσική. Την επομένη κιόλας θα το παίρναμε κι εμείς, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν το ξέραμε.
Καθώς βαδίζαμε σ’ έναν διάδρομο ανάμεσα στις τριανταφυλλιές, άκουσα κάποια αδύναμη φωνή ν’ απευθύνεται στην Αυγή. Εκείνη κουβέντιαζε με μεγάλο ενθουσιασμό με τους καινούργιους της φίλους και δεν πρόσεξε αυτό το κάλεσμα.
Κοίταξα κάτω και είδα ανάμεσα στις μεγάλες και περήφανες τριανταφυλλιές μια τόση δα μικρούλα τριανταφυλλίτσα. Ήταν στριμωγμένη. Και πολύ θλιμμένη.
“Εσύ θα είσαι ο ασημένιος φίλος της Αυγής,” είπε. Έγνεψα, ναι. Στο μεταξύ απομακρυνόμαστε πια, ώστε ούτε κι εγώ μπόρεσα να την ακούσω, όταν μετά από μια στιγμή δισταγμού άρχισε πάλι να μιλάει. Ωστόσο, όταν φτάσαμε σπίτι και καθίσαμε στο γραφείο, ως δια μαγείας, γνώριζα τα πάντα για τη μικρή, πικραμένη τριανταφυλλιά.
Έβαλα, λοιπόν, τα δυνατά μου να γράψω γράμματα με τη σειρά να γίνουν λέξεις και λέξεις με τη σειρά να γίνουν προτάσεις. Τελικά, τα κατάφερα να εξηγήσω στην Αυγή τι βασάνιζε το μικροκαμωμένο φυτό στο πάρκο. Επίσης, πρότεινα ένα σχέδιο δράσης για να το ελευθερώσουμε. Την άλλη μέρα, με τη βοήθεια της κυρίας Αίγλης, το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Και σε λίγο καιρό, η ευτυχισμένη τριανταφυλλιά μας άνθισε υπέροχα δώρα.
το γκρι μολύβι ήταν ασημένιο φύλλο
παιδικό, σε εξέλιξη, © Γιούλη Αίγλη
Κανείς δεν ήθελε ένα μολύβι με γκρι χρώμα. Πώς θα φαινόταν ό,τι έγραφε πάνω στο λευκό χαρτί; Άλλωστε κι εγώ καθόλου δεν ήθελα να καταναλωθώ και να μικρύνω και να πεταχτώ μες στ' άχρηστα. Ήξερα πολύ καλά τι δουλειά κάνουν οι ξύστρες. Έτσι πέρασα όλο το καλοκαίρι μέσα στο κουτί με τα περισσεύματα. Ώσπου άρχισα να βαριέμαι και να θέλω να φύγω. Μα δεν ήθελα να πάω σε κάποιο παιδικό γραφείο πλάι σε μια γόμα και μια ξύστρα. Ήθελα να βγω έξω, να τριγυρίσω, να γνωρίσω καινούργιους μαγικούς κόσμους. Και τότε ήρθε, από έναν άλλο μακρινό τόπο, η Αυγή.