Κανείς δεν ήθελε ένα μολύβι με γκρι χρώμα. Πώς θα φαινόταν ό,τι έγραφε πάνω στο λευκό χαρτί; Άλλωστε κι εγώ καθόλου δεν ήθελα να καταναλωθώ και να μικρύνω και να πεταχτώ μες στ' άχρηστα. Ήξερα πολύ καλά τι δουλειά κάνουν οι ξύστρες. Έτσι πέρασα όλο το καλοκαίρι μέσα στο κουτί με τα περισσεύματα. Ώσπου άρχισα να βαριέμαι και να θέλω να φύγω. Μα δεν ήθελα να πάω σε κάποιο παιδικό γραφείο πλάι σε μια γόμα και μια ξύστρα. Ήθελα να βγω έξω, να τριγυρίσω, να γνωρίσω καινούργιους μαγικούς κόσμους. Και τότε ήρθε, από έναν άλλο μακρινό τόπο, η Αυγή.

Monday

μια χορδή χαράς

Στεκόμουν σκεφτικό μπροστά στη συνέπεια της ευχής μου που έμοιαζε πολύ οδυνηρή: ένα ολόκληρο καλοκαίρι στη σκιά και στην ψύχρα του υπογείου. Ενώ τώρα ήταν ο σωστός καιρός για να χαρούμε τον ήλιο και τη ζέστη. Αρκετά κρύα και πολλή υγρασία είχαμε υποφέρει τόσους μήνες μέσα στο κατάστημα.
Έτσι έβαλα τα δυνατά μου να κάνω μια πολύ ισχυρή ευχή: να μην κατέβουμε στο σκιερό υπόγειο κλεισμένοι σ’ ένα σκοτεινό χαρτόκουτο, να μείνουμε ν’ απολαύσουμε τον καλοκαιρινό ήλιο που τις τελευταίες μέρες έμπαινε από το τζάμι της πόρτας και από το τζάμι της βιτρίνας.
Και ήταν διαφορετικός από τον ανοιξιάτικο που έμπαινε εδώ μέσα μέχρι πριν από λίγες μέρες, πρέπει να με πιστέψετε. Και πολύ διαφορετικός από τον χειμωνιάτικο, αυτό το θυμάμαι σίγουρα. Και μάλλον αρκετά διαφορετικός από τον φθινοπωρινό, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ. Έτσι είναι, στον υπέροχο και θαυμαστό κόσμο των ανθρώπων: ο ήλιος κάθε εποχή είναι άλλος.
Την άλλη μέρα, που ήταν Κυριακή και τα καταστήματα ήταν κλειστά, η κυρία Αίγλη μας ξύπνησε πρωί πρωί ανοίγοντας την πόρτα με τα κουδουνάκια και σφυρίζοντας τον αγαπημένο της σκοπό κι έπιασε τη δουλειά. Πέρασε μπροστά μας σέρνοντας ένα μεγάλο χάρτινο κουτί και κυλώντας ένα δίπατο τραπεζάκι. Για το κουτί ξέραμε όλοι. Για το τραπεζάκι όμως; Ποιος άραγε να ξέρει τι θα κάνει με τα πράγματα που έβαζε στο τραπεζάκι η κυρία Αίγλη;
“Ε, παλιά και πιο παλιά εμπορεύματα,” φώναξα, “ποιος από σας ξέρει να μας πει τι θα γίνει με όλ’ αυτά τα πράγματα που βάζει η κυρία Αίγλη στο τραπεζάκι;” Κάποιο αντικείμενο που δεν είχα ακούσει πάλι τη φωνή του και που μετά έμαθα ότι ήταν το πούπουλο του ξεσκονίσματος που μας σήκωνε απ’ τον ύπνο μας κάθε πρωί, μας πληροφόρησε ότι τα εμπορεύματα που τοποθετούνταν στο δίπατο τραπεζάκι θα έμεναν στο κατάστημα και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, αλλά σε διαφορετική θέση απ’ αυτή που κάθονταν όλον τον άλλο καιρό.
Τώρα ήξερα τι ακριβώς να ευχηθώ. Και ήμουν σίγουρο – είναι καλό για ένα μολύβι να είναι σίγουρο – ότι μπορούσε να πραγματοποιηθεί η ευχή μου. Ευχήθηκα το χέρι της κυρίας Αίγλης να μας βάλει στο τραπεζάκι με τα ροδάκια που κυλούσε στο πλάι της. Έτσι κι έγινε. Ένιωσα τόσο μεγάλη χαρά! Η δυσκολία ήταν ότι δεν επιτρεπόταν να μοιραστώ τη χαρά μου με κανέναν. Θα πρόδιδα το μυστικό με τις ευχές και αυτό δεν έπρεπε να γίνει.
Για να κρατώ το μυαλό μου απασχολημένο και ταυτόχρονα ν’ αποφεύγω τους συγκινητικούς αποχαιρετισμούς, άρχισα να σκέφτομαι όλες τις εκδοχές για την καινούργια θέση του κουτιού που με περιείχε μαζί με τα αδέλφια μου μολύβια με τα άλλα, φωτεινά χρώματα.
Πρέπει, εδώ, να σας ομολογήσω ότι καθόλου δεν είχε περάσει απ’ το νου μου η θέση στην οποία μας τοποθέτησε το μεσημέρι εκείνης της Κυριακής η κυρία Αίγλη. Και βέβαια, το τελευταίο που θα μπορούσα να ονειρευτώ ήταν ότι, επιτέλους, θα μας έβγαζε από το μικρό χάρτινο κουτί μέσα στο οποίο είμαστε στοιχισμένα σε στάση προσοχής και στριμωγμένα τόσους μήνες δώδεκα αδέλφια μολύβια. Αυτό μου έδωσε περισσότερη χαρά.
Κι αμέσως έγινε κάτι που μου έδωσε πολύ μεγάλη λύπη: τα χρωματιστά μου αδέλφια μπήκαν σε μια μεγάλη μολυβοθήκη μαζί με άλλα χρωματιστά μολύβια μεγαλύτερα και μικρότερα και τοποθετήθηκαν σε μια θέση στη βιτρίνα, ενώ εγώ μπήκα σ’ ένα κουτί με άλλα διαφορετικά και ποικίλα πράγματα, πλάι στην ταμειακή μηχανή πάνω στον πάγκο.
Ένιωθα πολύ παράξενα. Πρώτη φορά τόσο παράξενα. Δεν ήξερα αν ήμουν δυστυχισμένο ή ευτυχισμένο. Είναι δύσκολο για ένα γκρι μολύβι να μην ξέρει αν έχει βουλιάξει στη μαύρη δυστυχία ή αν πετά στα πάλλευκα σύννεφα της ευτυχίας. Με είχαν ξεχωρίσει από τ’ αδέλφια μου.
‘Αυτή πρέπει να είναι η μοναξιά,’ σκέφτηκα. Όταν οι άνθρωποι μιλούσαν για τη μοναξιά γίνονταν πολύ λυπημένοι. Αλλά και πάλι, δεν μπορώ να πω ότι ήταν ακριβώς έτσι. Κάποιο σκίρτημα διέτρεχε τη μολυβένια ραχοκοκαλιά μου. Το ένιωθα όλο και πιο καθαρά. Ήταν μια πολύ λεπτή χορδή χαράς. Να βρισκόμουν άραγε μπροστά σε μια καινούργια περιπέτεια;

No comments:

Post a Comment