Κανείς δεν ήθελε ένα μολύβι με γκρι χρώμα. Πώς θα φαινόταν ό,τι έγραφε πάνω στο λευκό χαρτί; Άλλωστε κι εγώ καθόλου δεν ήθελα να καταναλωθώ και να μικρύνω και να πεταχτώ μες στ' άχρηστα. Ήξερα πολύ καλά τι δουλειά κάνουν οι ξύστρες. Έτσι πέρασα όλο το καλοκαίρι μέσα στο κουτί με τα περισσεύματα. Ώσπου άρχισα να βαριέμαι και να θέλω να φύγω. Μα δεν ήθελα να πάω σε κάποιο παιδικό γραφείο πλάι σε μια γόμα και μια ξύστρα. Ήθελα να βγω έξω, να τριγυρίσω, να γνωρίσω καινούργιους μαγικούς κόσμους. Και τότε ήρθε, από έναν άλλο μακρινό τόπο, η Αυγή.

Friday

χρωματιστές ώρες

Η κυρία Αίγλη ανέβασε την τέντα, αφού είχε τακτοποιήσει τα πάντα για την καινούργια εποχή στο κατάστημά μας. Κλείδωσε κουρασμένη και ευχαριστημένη από την εργασία της και έφυγε για το σπίτι. Κοίταζα προσεκτικά και για πολύ ώρα όλα τα πράγματα γύρω μου. Μπορούσα να βλέπω τα πάντα τώρα. Και μου φαίνονταν όλα τόσο διαφορετικά, άγνωστα και όμορφα. Βλέπετε, ό,τι ήξερα από τον κόσμο προερχόταν από τις συζητήσεις.
Λίγες φορές είχαμε καταφέρει εγώ και τ’ αδέλφια μου να κρυφοκοιτάξουμε, τη στιγμή που η κυρία Αίγλη πήγαινε ν’ ανοίξει το κουτί για να μας παρουσιάσει στα παιδιά. Ο γονιός πάντα βιαζόταν να πει ότι είναι περιττό να πληρώσουν ένα γκρι μολύβι που δε θα φαίνεται αυτό που γράφει στο χαρτί και, “μπορείτε, κυρία Αίγλη, σας παρακαλώ, να μας δείξετε ένα κουτί γεμάτο με χρωματιστά μολύβια”.
Ήθελα να μιλήσω μ’ αυτόν το σελιδοδείχτη πλάι μου, αλλά μόλις που πήγα ν’ ανοίξω το στόμα μου “κοιμήσου τώρα, είναι μεσημέρι, το απόγευμα θα γνωριστούμε” με πρόλαβε. Δεν έκλεισα μάτι. Μια τόσο φωτεινή ώρα. Και με όλες αυτές τις καινούργιες εικόνες του κόσμου. Και, μάλιστα, που έβλεπα όλο το κατάστημα από την καινούργια μου θέση. Ως το βάθος του διαδρόμου, εκεί που κατοικούσα μέχρι σήμερα το πρωί.
Έβλεπα και έξω, επίσης. Όλο το δρόμο ως τα σπίτια απέναντι. Και από την άλλη πλευρά. Ώστε, ήταν σε γωνία το βιβλιοχαρτοπαιχνιδοπωλείο μας. Ναι, ήταν η νοτιοανατολική γωνία του τετραγώνου, όπως έδειχναν οι σκιές που άρχιζαν ανεπαίσθητα να σέρνουν το βηματάκι τους στο πεζοδρόμιο. Και έβλεπα ολόκληρη τη βιτρίνα. Να και τα μολύβια μέσα στη διάφανη μολυβοθήκη. Τ’ αδέλφια μου καμάρωναν με το ξεχωριστό τους σχήμα.
Λοιπόν, αυτό δεν το ήξερα ούτε το φανταζόμουν: το απόγευμα το φέρνουν τα παιδιά. Παίρνουν τους γονείς απ’ το χέρι, βγαίνουν απ’ το σπίτι, βαδίζουν στο πεζοδρόμιο, δείχνουν τα πράγματα στη βιτρίνα και συνεχίζουν το δρόμο τους. Πηγαίνουν στην παιδική χαρά, έτσι έμαθα. Οι γονείς κάθονται στην άκρη και τα παιδιά παίζουν όλα μαζί. Μερικά εμπορεύματα έχουν πουληθεί κι έχουν πάλι επιστρέψει εδώ για αλλαγή. Αυτά μπορούν να σου πουν ωραίες ιστορίες.
Είχα ακούσει ότι τα παιδιά είναι τα καλύτερα από τα πλάσματα. Όλα τα παιδιά: και των ζώων και των φυτών και των ανθρώπων. Επειδή – όπως λένε αυτοί που ξέρουν – τα χαρακτηρίζει η αθωότητα, η φρεσκάδα και ο ενθουσιασμός. Τα παιδιά των ανθρώπων όμως είναι, στ’ αλήθεια, μαγικά πλάσματα. Γιατί φέρνουν την πιο ωραία ώρα στην ημέρα του ανθρώπου: το απόγευμα.
Μπορεί τώρα εσείς να σκέφτεστε ότι ήταν απλώς το πρώτο μου απόγευμα. Και ήμουν μάλλον ξαφνιασμένος παρά μαγεμένος. Αλλά δεν είναι έτσι. Από τότε έως σήμερα, που γράφω σε αυτό το τετράδιο, έχω δει πολλές ημέρες με όλες τους τις ώρες. Έχω δει πολλά πρωινά, μεσημέρια και βράδια. Έχω μείνει νύχτες άγρυπνος για να μη χάσω καμιά απόχρωση από το σκούρο μπλε ως το μαύρο.
Τα χρώματα του απογεύματος, σας βεβαιώ, δεν τα έχει άλλη ώρα. Λες κι έχουν δώσει ραντεβού να συναντιούνται όλα μαζί το απόγευμα. Λες και τα γεννάει το γέλιο των παιδιών που παίζουν αυτή την ώρα. Το απόγευμα δε λείπει κανένα χρώμα από τον κόσμο. Ούτε καμιά απόχρωση, φυσικά. Στη σκιά θα δεις τις πιο σκούρες και εκεί που ακόμα ακουμπάει ο ήλιος τις πιο ανοιχτές.
Το μεγαλύτερο θαύμα, όμως, συμβαίνει στον ουρανό. Ίσως για να το βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, όποια γωνιά της γης κι αν τους κρύβει. Ο γαλανός ουρανός γίνεται ξαφνικά ένας κήπος από χρώματα κάθε απόγευμα. Τότε δεν έβλεπα τον ίδιο. Από τη θέση μου στον πάγκο έβλεπα μόνο το καθρέφτισμά του στα παράθυρα απέναντι. Στην απέναντι γωνία ήταν το κτίριο του δημοτικού σχολείου. Και στα παράθυρά του κάθε απόγευμα καθρεφτιζόταν όλη η διαδρομή του ηλιοβασιλέματος. Το γαλάζιο σκούραινε κι από μέσα του άναβαν όλα τα ρόδινα και τα πορτοκαλιά άνθη κι έσβηναν πάλι μέσα σ’ εκείνη τη νοσταλγική απόχρωση του μπλε με το οποίο άρχιζε η νύχτα.

No comments:

Post a Comment