Κανείς δεν ήθελε ένα μολύβι με γκρι χρώμα. Πώς θα φαινόταν ό,τι έγραφε πάνω στο λευκό χαρτί; Άλλωστε κι εγώ καθόλου δεν ήθελα να καταναλωθώ και να μικρύνω και να πεταχτώ μες στ' άχρηστα. Ήξερα πολύ καλά τι δουλειά κάνουν οι ξύστρες. Έτσι πέρασα όλο το καλοκαίρι μέσα στο κουτί με τα περισσεύματα. Ώσπου άρχισα να βαριέμαι και να θέλω να φύγω. Μα δεν ήθελα να πάω σε κάποιο παιδικό γραφείο πλάι σε μια γόμα και μια ξύστρα. Ήθελα να βγω έξω, να τριγυρίσω, να γνωρίσω καινούργιους μαγικούς κόσμους. Και τότε ήρθε, από έναν άλλο μακρινό τόπο, η Αυγή.

Friday

η πρώτη βροχή

Το καλοκαίρι κυλούσε αργά. Οι ημέρες μίκραιναν σταδιακά, αλλά και πάλι ήταν μεγάλες – πολύ μεγαλύτερες από τις μέρες του χειμώνα, σίγουρα. Με πολύχρωμα πρωινά και δειλινά, και ζεστά μεσημέρια. Η κυρία Αίγλη άνοιγε το κατάστημά της την ώρα που ο ήλιος είχε κιόλας ανέβει λίγο ουράνιο δρόμο. Κατέβαζε πρώτα την τέντα που σκίαζε την ανατολική βιτρίνα. Λίγο αργότερα κατέβαζε την τέντα και από την άλλη πλευρά. Ευτυχώς. Γιατί ακόμα δεν εφευρέθηκε το αντηλιακό που προστατεύει τα εμπορεύματα.
Οι πελάτες, ξέρετε, το καλοκαίρι δε βιάζονται. Τα παιδιά συχνά βγαίνουν για ψώνια και με τους δυο γονείς. Χαζεύουν πολύ ώρα έξω απ’ τη βιτρίνα. Κι όταν μπαίνουν μέσα μοιάζει να μην ξέρουν τι θέλουν ν’ αγοράσουν ή να θέλουν να τ’ αγοράσουν όλα. Η κυρία Αίγλη πάντα τους χαρίζει κάτι απ’ το κουτί με τα περισσεύματα. Στο κουτί με τα περισσεύματα πέρασα όλο το καλοκαίρι. Ωστόσο, δεν ήμουν από την αρχή περίσσευμα, αλλά ως το τέλος του καλοκαιριού είχα γίνει.
“Κυρία Αίγλη, μπορώ, σας παρακαλώ, να πάρω μερικά από εκείνα τα μολύβια σε σχήμα φύλλου,” άκουσα μια μέρα να λέει ένα μικρό αγόρι. “Θα ήθελα τις γαλάζιες αποχρώσεις: το ανοιχτό γαλάζιο, το γαλαζοπράσινο, το γκριζογάλανο και το τυρκουάζ, σας παρακαλώ. Θα ζωγραφίζω τη θάλασσα όλες τις ώρες. Και θέλω να πετύχω όλα τα χρώματα που της δίνει ο ήλιος.”
“Κυρία Αίγλη, θα ήθελα σας παρακαλώ εκείνα τα πράσινα φύλλα: το γκριζοπράσινο για τα φύλλα της ελιάς, το ανοιχτό για τον άγουρο καρπό και το έντονο για το γρασίδι. Θα κάνω πολλές ζωγραφιές με τον ελαιώνα ν’ αφήσω στη γιαγιά, να μη στεναχωριέται όταν φύγω.”
“Κυρία Αίγλη, έχετε μολύβια για να ζωγραφίζω τη νύχτα; Α, ναι, αυτά που μοιάζουν με φύλλα: το σκούρο μπλε και το μπλε-γκρι, για τον ουρανό, και το κίτρινο για τ’ αστέρια και το λευκό για το φεγγάρι.”
Έτσι αποχαιρέτησα τ’ αδέλφια μου. Επίσης, έμαθα ότι έχω σχήμα φύλλου. Και άρχισα να βαριέμαι. Και ήθελα να φύγω. Και δεν ήθελα να πάω σε κάποιο παιδικό γραφείο πλάι σε μια γόμα και μια ξύστρα. Ήθελα να φύγω, να βγω έξω, να πάω κάπου αλλού, να γνωρίσω καινούργιους κόσμους, αλλιώτικους, μαγικούς.
Το προηγούμενο βράδυ η κυρία Αίγλη γύρισε πίσω και ανακάτεψε τα περισσεύματα μες στο κουτί. Με πήρε στο χέρι της. “Λάμπεις απόψε,” είπε. “Η επιθυμία σε φλέγει.” Mε τοποθέτησε τρυφερά πάλι στο κουτί, βγήκε, κλείδωσε την πόρτα, άνοιξε την ομπρέλα της. Δεν είχα καταλάβει ότι έβρεχε. Ευχόμουν να δυνάμωνε. Θα άκουγα το τραγούδι της βροχής. Η βροχή τραγουδάει πολύ όμορφες ιστορίες. Το ήξερα αυτό από το χειμώνα. Τις νύχτες που έβρεχε δεν άφηνα τον ύπνο να με πάρει. Κι αν έβρεχε την ημέρα, παρακαλούσα να έχουμε ησυχία. Δεν ήθελα να χάνω τις ιστορίες τις βροχής.
Μα εκείνη η πρώτη βροχή του φθινοπώρου με νανούρισε πολύ γλυκά. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία νύχτα που είχα κοιμηθεί τόσο ήσυχα. Κι όλος μου ο ύπνος ήταν ένα ατέλειωτο ταξίδι σε όμορφα όνειρα. Όταν ξύπνησα νόμιζα ότι είχα ταξιδέψει όλες τις διαδρομές του νερού: είχα εξατμιστεί από τον ωκεανό, είχα υγροποιηθεί στα σύννεφα, είχα βρέξει τη γη, είχα κυλήσει σε υπόγεια ρεύματα κι είχα κελαρύσει σε επίγεια ποτάμια και είχα πέσει πάλι με ορμή μέσα τη θάλασσα.

No comments:

Post a Comment