Κανείς δεν ήθελε ένα μολύβι με γκρι χρώμα. Πώς θα φαινόταν ό,τι έγραφε πάνω στο λευκό χαρτί; Άλλωστε κι εγώ καθόλου δεν ήθελα να καταναλωθώ και να μικρύνω και να πεταχτώ μες στ' άχρηστα. Ήξερα πολύ καλά τι δουλειά κάνουν οι ξύστρες. Έτσι πέρασα όλο το καλοκαίρι μέσα στο κουτί με τα περισσεύματα. Ώσπου άρχισα να βαριέμαι και να θέλω να φύγω. Μα δεν ήθελα να πάω σε κάποιο παιδικό γραφείο πλάι σε μια γόμα και μια ξύστρα. Ήθελα να βγω έξω, να τριγυρίσω, να γνωρίσω καινούργιους μαγικούς κόσμους. Και τότε ήρθε, από έναν άλλο μακρινό τόπο, η Αυγή.

Monday

η μυστική ευχή

Πολλά πράγματα δε θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία. Οι μεγαλύτεροι διηγούνται ότι φτάσαμε σ’ ένα μικρό χάρτινο κουτάκι, εγώ και τα έντεκα αδέλφια μου, μέσα σ’ ένα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο με διάφορα άλλα εμπορεύματα που είχε παραγγείλει η κυρία Αίγλη από την κεντρική αποθήκη στην πρωτεύουσα, που προμήθευε τα καταστήματα της μικρής μας πόλης με ό,τι ήθελαν να πουλήσουν στους κατοίκους της.
Η κυρία Αίγλη αγαπά τα παιδιά. Και έχει φτιάξει αυτό το κατάστημα με όλα τα πράγματα που μπορεί να θέλει ένα παιδί. Είτε για την τάξη είτε για το διάλειμμα. Είτε για το σχολείο είτε για το σπίτι. Ακόμα και για τις διακοπές. Και για το βουνό και για τη θάλασσα. Και για όλες τις παιδικές ηλικίες. Ως και τις εφηβικές, μπορώ να σας πω.
Αλλά και οι μεγάλοι βρίσκουν εδώ πράγματα που τους είναι χρήσιμα για τις δραστηριότητές τους. Για τα χόμπι τους και τις εργασίες τους. Ίσως στις περιπτώσεις που οι εργασίες τους έχουν περισσότερο να κάνουν με παιχνίδι παρά με δουλειά – αλλ’ αυτό δεν το ξέρω σίγουρα.
Η πρώτη μας θέση – αυτό το θυμάμαι – ήταν σ’ εκείνο το ράφι στο βάθος του διαδρόμου, απέναντι από τα μικρά και μεγάλα τετράδια. Είμαστε όλα τα μολύβια μαζί, κάθε ομάδα μέσα στο μικρότερο ή μεγαλύτερο ή ακόμα μεγαλύτερο χάρτινο κουτάκι της, άλλη με τέσσερα, με έξη, με οκτώ, ή με δώδεκα μολύβια. Τα παιδιά αγοράζουν πάντα ένα ολόκληρο κουτί, γιατί αγαπούν να γράφουν, να σχεδιάζουν και να ζωγραφίζουν και καταναλώνουν πολλά μολύβια σε όλα τα σχήματα και τα χρώματα κι έτσι όλα τ’ αδέλφια πήγαιναν μαζί στο ίδιο σπίτι.
“Και σε αυτό εδώ το μεγαλύτερο κουτί που έχει δώδεκα μολύβια, ανάμεσα σε άλλα χρώματα, υπάρχει και ένα γκρι,” έλεγε η κυρία Αίγλη κάθε φορά που παρουσίαζε τη δική μας οικογένεια. Μα κανείς δεν ήθελε ένα μολύβι με χρώμα γκρι - πώς θα φαινόταν πάνω στο λευκό χαρτί; - κι έτσι μείναμε όλο το χειμώνα στο ράφι και παρακολουθούσαμε τους πελάτες και μάθαμε πολλά πράγματα για τους κατοίκους της πόλης μας.
Και έφτασε το καλοκαίρι. Η κυρία Αίγλη θα έπρεπε να βάλει τα σχολικά σε μια μεγάλη κούτα και να τα φυλάξει στο υπόγειο για τη νέα χρονιά. Τα ράφια έπρεπε να γεμίσουν τώρα με παιχνίδια και άλλα πολλά, διάφορα και υπέροχα πράγματα που χρειάζονται τα παιδιά στις διακοπές τους. Έτσι έλεγαν τα πιο παλιά εμπορεύματα. Κι αυτό με στενοχωρούσε πολύ.
Ευχόμουν με όλη τη δύναμη της μολυβένιας μου σπονδυλικής στήλης να βρισκόταν ένας τρόπος να ξεφεύγαμε απ’ αυτόν τον προορισμό. Να μείνουμε εκεί και το καλοκαίρι, να κάνουμε παρέα με τα παιχνίδια, να βλέπουμε τα παιδιά, ν’ ακούμε τις ιστορίες των μαμάδων, να μαθαίνουμε πώς περνούν στις διακοπές, ποιος πήγε στο βουνό και ποιος στη θάλασσα.
Βέβαια, η προηγούμενη ευχή μου είχε πραγματοποιηθεί. Και ήμουν πολύ χαρούμενο γι’ αυτό. Αλλά τώρα τι; Θα είχαμε αυτή τη συνέπεια; Δεν το είχα πει σε κανένα αδελφό μολύβι μέσα στο κουτί. Ήταν το μεγάλο μυστικό μου. Και είχα ορκιστεί στον εαυτό μου ότι δεν θα το ξεστόμιζα ποτέ. Μια μέρα θα κατάφερνα να το ξεχάσω κιόλας – για να μην κινδυνεύω να προδοθώ, δηλαδή.
Βλέπετε, δεν ήθελα καθόλου να καταναλωθώ και να μικρύνω και να πεταχτώ μες στ' άχρηστα. Ήξερα πολύ καλά τι δουλειά κάνουν οι ξύστρες, που η κυρία Αίγλη κρατά κάτω από το τζάμι του πάγκου της, έτσι ώστε να φαίνονται και τα παιδιά να διαλέγουν χωρίς να χρειάζεται ν’ ανοίγει συρτάρια.
Είχα, λοιπόν, ευχηθεί να μη μας αγοράσει κανείς. Να καθόμαστε εκεί, στο ράφι του βιβλιοχαρτοπαιχνιδοπωλείου της γλυκιάς κυρίας Αίγλης, που μας φρόντιζε και μας ξεσκόνιζε καθημερινά. Να καθόμαστε εκεί και ν’ ακούμε τις ιστορίες των παιδιών, τις χαρές και τις λύπες τους, τις αγωνίες και τους ενθουσιασμούς τους – για όλα συζητούσαν σ’ εκείνο το διάδρομο, ανάμεσα στα τετράδια και τα μολύβια και ήταν τόσο συγκινητικό, που αν το μολύβι που κυλούσε μέσα μου ήταν ρευστό θα έχυνα γκρίζο δάκρυ.

No comments:

Post a Comment