Κανείς δεν ήθελε ένα μολύβι με γκρι χρώμα. Πώς θα φαινόταν ό,τι έγραφε πάνω στο λευκό χαρτί; Άλλωστε κι εγώ καθόλου δεν ήθελα να καταναλωθώ και να μικρύνω και να πεταχτώ μες στ' άχρηστα. Ήξερα πολύ καλά τι δουλειά κάνουν οι ξύστρες. Έτσι πέρασα όλο το καλοκαίρι μέσα στο κουτί με τα περισσεύματα. Ώσπου άρχισα να βαριέμαι και να θέλω να φύγω. Μα δεν ήθελα να πάω σε κάποιο παιδικό γραφείο πλάι σε μια γόμα και μια ξύστρα. Ήθελα να βγω έξω, να τριγυρίσω, να γνωρίσω καινούργιους μαγικούς κόσμους. Και τότε ήρθε, από έναν άλλο μακρινό τόπο, η Αυγή.

Friday

οι πρώτοι φίλοι

Εξουθενώθηκα. Αλλά μετά από έναν ολιγόωρο μεσημεριανό υπνάκο, είχα μεγάλη όρεξη για βόλτα. Πόσα πράγματα λοιπόν έχει να μάθει ένα μαγικό μολύβι. Δεν είχα ιδέα ότι και οι άνθρωποι κοιμούνται τα μεσημέρια. Και τα καναρίνια, από τα κλουβιά τους, κελαηδούν χαρούμενες τρίλιες. Ώστε γι’ αυτό η κυρία Αίγλη αφήνει το κατάστημά της κάθε μεσημέρι: πηγαίνει στο σπίτι και ξεκουράζεται. Άραγε έχει καναρίνι στο μπαλκόνι της η κυρία Αίγλη;
Η Αυγή με τοποθέτησε στο διάφανο εξωτερικό τσεπάκι μιας μικρής τσάντας που τύλιξε γύρω από τη μέση της – αυτή από τότε ήταν η θέση μου, στόλιζα το τσαντάκι και έβλεπα τα πάντα – και ξεκινήσαμε.
Ο κύριος Αυγερινός δεν ήταν μαζί μας. Είχε ξεκινήσει λίγο νωρίτερα για να περάσει πρώτα από ένα σπίτι όπου κάποιο μικρό παιδί ήταν άρρωστο. “Δεν είναι τίποτα σοβαρό,” είχε πει πριν φύγει. “Μια ελαφριά ενοχλητική γρίπη. Από αυτές που κρατούν τα παιδιά για λίγο μακριά απ’ το παιχνίδι. Αλλά το να είναι ένα μικρό παιδί άρρωστο είναι ένα σοβαρό γεγονός. Και ο γιατρός σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να αμελεί να το επισκεφτεί, όπως του έχει υποσχεθεί. Θα σας συναντήσω αργότερα στο πάρκο.”
Περπατήσαμε μερικά τετράγωνα πλάι σε σπίτια με μικρούς όμορφους κήπους και βρεθήκαμε σε μια στρογγυλή πλατεία. Στη μέση ανάβλυζε νερό από ένα περίτεχνο γλυπτό σιντριβάνι, που παρίστανε έναν ανθισμένο κρίνο στη γλάστρα του. Από καθένα από τα λευκά μαρμαρένια άνθη ξεπηδούσε μια παχιά δέσμη δροσερό κελαριστό νερό, έλουζε τα φύλλα από πράσινο μάρμαρο κι έπεφτε σε μικρές κλωστές μέσα στη λίμνη και ξάφνιαζε τα μικρά πολύχρωμα ψάρια που κολυμπούσαν εκεί.
Κόσμος καθόταν, σε ψάθινες καρέκλες, γύρω από στρογγυλά διάφανα τραπεζάκια, κάτω απ’ τις τέντες. Ποτήρια, πολλά ποτήρια, τα τραπεζάκια ήταν γεμάτα ποτήρια. Η κυρία Ανατολή κοίταξε διακριτικά γύρω και να, σήκωσε το χέρι και χαιρέτησε κάποιον. Ένας κύριος σηκώθηκε από ένα τραπεζάκι πιο κει και έγνεψε να πλησιάσουμε. Συνάδελφος δάσκαλος, έμαθα καθώς γίνονταν οι συστάσεις.
Η γυναίκα του, που είναι ζωγράφος, άνοιξε μια πολύ ζωηρή συζήτηση, με την κυρία Ανατολή που αγαπά τη ζωγραφική και κάνει ωραία σχέδια και σκίτσα. Πριν προλάβουμε εγώ και η Αυγή να βαρεθούμε, επιτέλους, δυο παιδιά πλησίασαν χαρούμενα και άνοιξαν μια χάρτινη σακούλα – αχ, από της κυρίας Αίγλης – κι έβγαλαν ένα μπλοκ ζωγραφικής και τα χρώματα που είχαν διαλέξει και τα έδειχναν στους γονείς τους.
Νομίζω ότι για πρώτη φορά συγκινήθηκα, εκείνο το απόγευμα. Είχα ακούσει πολλά για τη συγκίνηση. Δεν είχα καταλάβει, ωστόσο, ότι μπορούσε να είναι γλυκιά και πικρή μαζί.
“Ωραίο στολίδι,” είπε το μικρό κορίτσι. Αναρωτήθηκα μήπως η συγκίνησή μου με πρόδωσε και το παρακίνησε να με κοιτάξει. “Βλέπεις μαμά; Ένα ασημένιο φύλλο!”
“Μα αυτό είναι το γκρι μολύβι από τα περισσεύματα της κυρίας Αίγλης,” βιάστηκε να παρατηρήσει το αγόρι. “Δε θα σου φανεί καθόλου χρήσιμο.”
“Δεν πειράζει,” με υποστήριξε ευγενικά η Αυγή. “Ταιριάζει στο τσαντάκι μου να το στολίζει. Και το έχω φίλο.”
Αμέσως τα δυο παιδιά, πήραν τις καρέκλες τους που ήταν ανάμεσα στους γονείς τους και τις έσυραν πλάι στην Αυγή, αφού ζήτησαν από τους μεγάλους να μετακινηθούν λίγο. Της υποσχέθηκαν τη φιλία τους πολύ ζεστά και σίγουρα. “Είναι μεγάλη μας τιμή να είμαστε οι πρώτοι σου φίλοι στην πόλη,” της είπαν με ενθουσιασμό. Και τη διαβεβαίωσαν ότι πολύ σύντομα θα είχε τόσους πολλούς φίλους, που ούτε το είχε φανταστεί.

No comments:

Post a Comment