Κανείς δεν ήθελε ένα μολύβι με γκρι χρώμα. Πώς θα φαινόταν ό,τι έγραφε πάνω στο λευκό χαρτί; Άλλωστε κι εγώ καθόλου δεν ήθελα να καταναλωθώ και να μικρύνω και να πεταχτώ μες στ' άχρηστα. Ήξερα πολύ καλά τι δουλειά κάνουν οι ξύστρες. Έτσι πέρασα όλο το καλοκαίρι μέσα στο κουτί με τα περισσεύματα. Ώσπου άρχισα να βαριέμαι και να θέλω να φύγω. Μα δεν ήθελα να πάω σε κάποιο παιδικό γραφείο πλάι σε μια γόμα και μια ξύστρα. Ήθελα να βγω έξω, να τριγυρίσω, να γνωρίσω καινούργιους μαγικούς κόσμους. Και τότε ήρθε, από έναν άλλο μακρινό τόπο, η Αυγή.

Friday

ασημένιο γκρι

Είμαι ένα μαγικό μολύβι. Και δεν ήξερα τίποτα.
Εκείνο το πρωί ήρθε στο κατάστημα ένα μικρό, χαρούμενο κορίτσι. Από το ένα χέρι κρατούσε τον πατέρα της. Από το άλλο χέρι κρατούσε τη μητέρα της. Τους έβλεπα καθώς στέκονταν απέναντι και περίμεναν ν’ αδειάσει ο δρόμος για να τον διασχίσουν. Μόλις ανέβηκαν στο πεζοδρόμιο, η μικρή άφησε τους γονείς της και πλησίασε τη βιτρίνα. Αλλά δεν κοίταζε τα παιχνίδια. Τα μάτια της διέσχισαν όλη τη διαδρομή από το τζάμι ως μέσα στον πάγκο, δίπλα στο ταμείο, μέσα στο διάφανο κουτί με τα περισσεύματα, που η κυρία Αίγλη χαρίζει στα παιδιά. Κοίταζε εμένα. Κατευθείαν εμένα. Εμένα που δε με κοίταζε ποτέ κανείς.
Μπήκε και ευγενικά ζήτησε να αγοράσει “αυτό το ασημένιο μολύβι, σας παρακαλώ” και έβγαλε ένα κέρμα από το τσαντάκι της. Η κυρία Αίγλη άρχισε να της εξηγεί ήσυχα και αργά – μα τι υπομονή πρέπει να έχει κανείς με τους μεγάλους – ότι το χρώμα μου ονομάζεται γκρι και ότι είμαι ένα μολύβι που δε θ’ αγόραζε ποτέ κανείς, γιατί ίσα που θ’ αχνοξεχωρίζει το γκρίζο χρώμα μου πάνω στο λευκό χαρτί, και γι’ αυτό άλλωστε με έχει τοποθετήσει στο κουτί με τα περισσεύματα και είμαι εκεί όλο το καλοκαίρι δίχως να με διαλέξει κανένα παιδί και, βέβαια, ναι, σίγουρα, θα μπορούσε να με πάρει ως δώρο, φυσικά, αν το ήθελε πολύ, αρκεί ν’ αγόραζε κάτι, κάτι οτιδήποτε, οτιδήποτε άλλο, από το βιβλιοχαρτοπαιχνιδοπωλείο.
Η μητέρα της Αυγής – ξαφνικά ήξερα το όνομά της και δεν είχα ιδέα πώς το ήξερα κι ένιωθα ότι ήθελα να ζαλιστώ – πλησίασε ανυπόμονη και πρότεινε να αγοράσουν μια γόμα, .“Μια γόμα πάντα μπορεί να φανεί χρήσιμη και μάλιστα που αυτό το ασημένιο-γκρι μολύβι έχει το κεφαλάκι του γυμνό.” Και αγόρασαν μια ωραία γόμα με κίτρινο χρώμα και με το σχήμα του ήλιου και βιάστηκαν να γυρίσουν σπίτι - ήταν κιόλας μεσημέρι.
Βγήκαμε όλοι μαζί έξω – εγώ μέσα στο χάρτινο σακουλάκι, παρέα με τη γόμα, στο ένα χέρι της Αυγής, στο άλλο κρατούσε το χέρι του πατέρα της – και ήταν πολύ λαμπερή η λιακάδα. Ο ήλιος άπλωνε μια ασημένια απόχρωση στον ουράνιο θόλο. Και όλα γύρω μοσχοβολούσαν δροσιά και φρεσκάδα.
Είχαν μόλις εγκατασταθεί στην πόλη μας. Όλα εδώ τους ήταν ξένα. Και για όλους εδώ ήταν ξένοι. Είχαν έρθει από μια άλλη πόλη, μακρινή. Είχαν νοικιάσει ένα σπίτι κοντά στο νοσοκομείο, όπου εργαζόταν ο κύριος Αυγερινός. Η κυρία Ανατολή ήταν δασκάλα και στο σχολείο που θα εργαζόταν – άνοιγαν τα σχολεία σε λίγες μέρες – θα πήγαινε και η Αυγή και θα είχε δασκάλα τη μαμά της. Ωστόσο, εκείνες δεν το ήξεραν ακόμα.
Τινάχτηκα ξαφνιασμένος και το σακουλάκι τινάχτηκε μαζί μου και η γόμα έπεσε στο πλάι – πώς γίνεται να ξέρω τόσα πράγματα για μια οικογένεια που συναντούσα πρώτη φορά; Σύντομα, φτάσαμε στο σπίτι. Η Αυγή με έβγαλε από το χάρτινο σακουλάκι στο οποίο με είχε παραδώσει η κυρία Αίγλη – μόνο εμένα, όχι τη γόμα – με κράτησε μες στα χέρια της μπροστά στο πρόσωπό της και μου είπε τρυφερά και σίγουρα: μην ανησυχείς, δεν έχω σκοπό να σβήσω τίποτα απ’ όσα θέλεις να γράψεις.
Κάθισε στο γραφείο της και με κράτησε ελεύθερο ανάμεσα στα δάχτυλά της επάνω από ένα ανοιχτό άγραφο τετράδιο και με άφησε να τρέχω πέρα δώθε πάνω στις γραμμές που κρατούσαν το ίσο, να γράφω γράμματα, να σκαρώνω προτάσεις, να γυρίζω σελίδες, ν’ αλλάζω φύλλα, να διηγούμαι ιστορίες, να γεμίζω τετράδια με τις συναρπαστικές περιπέτειες που τόσο γενναιόδωρα μου χάριζε η ζωή.

No comments:

Post a Comment