Είμαι ένα μαγικό μολύβι. Και δεν ήξερα τίποτα.
Εκείνο το πρωί ήρθε στο κατάστημα ένα μικρό, χαρούμενο κορίτσι. Από το ένα χέρι κρατούσε τον πατέρα της. Από το άλλο χέρι κρατούσε τη μητέρα της. Τους έβλεπα καθώς στέκονταν απέναντι και περίμεναν ν’ αδειάσει ο δρόμος για να τον διασχίσουν. Μόλις ανέβηκαν στο πεζοδρόμιο, η μικρή άφησε τους γονείς της και πλησίασε τη βιτρίνα. Αλλά δεν κοίταζε τα παιχνίδια. Τα μάτια της διέσχισαν όλη τη διαδρομή από το τζάμι ως μέσα στον πάγκο, δίπλα στο ταμείο, μέσα στο διάφανο κουτί με τα περισσεύματα, που η κυρία Αίγλη χαρίζει στα παιδιά. Κοίταζε εμένα. Κατευθείαν εμένα. Εμένα που δε με κοίταζε ποτέ κανείς.
Μπήκε και ευγενικά ζήτησε να αγοράσει “αυτό το ασημένιο μολύβι, σας παρακαλώ” και έβγαλε ένα κέρμα από το τσαντάκι της. Η κυρία Αίγλη άρχισε να της εξηγεί ήσυχα και αργά – μα τι υπομονή πρέπει να έχει κανείς με τους μεγάλους – ότι το χρώμα μου ονομάζεται γκρι και ότι είμαι ένα μολύβι που δε θ’ αγόραζε ποτέ κανείς, γιατί ίσα που θ’ αχνοξεχωρίζει το γκρίζο χρώμα μου πάνω στο λευκό χαρτί, και γι’ αυτό άλλωστε με έχει τοποθετήσει στο κουτί με τα περισσεύματα και είμαι εκεί όλο το καλοκαίρι δίχως να με διαλέξει κανένα παιδί και, βέβαια, ναι, σίγουρα, θα μπορούσε να με πάρει ως δώρο, φυσικά, αν το ήθελε πολύ, αρκεί ν’ αγόραζε κάτι, κάτι οτιδήποτε, οτιδήποτε άλλο, από το βιβλιοχαρτοπαιχνιδοπωλείο.
Η μητέρα της Αυγής – ξαφνικά ήξερα το όνομά της και δεν είχα ιδέα πώς το ήξερα κι ένιωθα ότι ήθελα να ζαλιστώ – πλησίασε ανυπόμονη και πρότεινε να αγοράσουν μια γόμα, .“Μια γόμα πάντα μπορεί να φανεί χρήσιμη και μάλιστα που αυτό το ασημένιο-γκρι μολύβι έχει το κεφαλάκι του γυμνό.” Και αγόρασαν μια ωραία γόμα με κίτρινο χρώμα και με το σχήμα του ήλιου και βιάστηκαν να γυρίσουν σπίτι - ήταν κιόλας μεσημέρι.
Βγήκαμε όλοι μαζί έξω – εγώ μέσα στο χάρτινο σακουλάκι, παρέα με τη γόμα, στο ένα χέρι της Αυγής, στο άλλο κρατούσε το χέρι του πατέρα της – και ήταν πολύ λαμπερή η λιακάδα. Ο ήλιος άπλωνε μια ασημένια απόχρωση στον ουράνιο θόλο. Και όλα γύρω μοσχοβολούσαν δροσιά και φρεσκάδα.
Είχαν μόλις εγκατασταθεί στην πόλη μας. Όλα εδώ τους ήταν ξένα. Και για όλους εδώ ήταν ξένοι. Είχαν έρθει από μια άλλη πόλη, μακρινή. Είχαν νοικιάσει ένα σπίτι κοντά στο νοσοκομείο, όπου εργαζόταν ο κύριος Αυγερινός. Η κυρία Ανατολή ήταν δασκάλα και στο σχολείο που θα εργαζόταν – άνοιγαν τα σχολεία σε λίγες μέρες – θα πήγαινε και η Αυγή και θα είχε δασκάλα τη μαμά της. Ωστόσο, εκείνες δεν το ήξεραν ακόμα.
Τινάχτηκα ξαφνιασμένος και το σακουλάκι τινάχτηκε μαζί μου και η γόμα έπεσε στο πλάι – πώς γίνεται να ξέρω τόσα πράγματα για μια οικογένεια που συναντούσα πρώτη φορά; Σύντομα, φτάσαμε στο σπίτι. Η Αυγή με έβγαλε από το χάρτινο σακουλάκι στο οποίο με είχε παραδώσει η κυρία Αίγλη – μόνο εμένα, όχι τη γόμα – με κράτησε μες στα χέρια της μπροστά στο πρόσωπό της και μου είπε τρυφερά και σίγουρα: μην ανησυχείς, δεν έχω σκοπό να σβήσω τίποτα απ’ όσα θέλεις να γράψεις.
Κάθισε στο γραφείο της και με κράτησε ελεύθερο ανάμεσα στα δάχτυλά της επάνω από ένα ανοιχτό άγραφο τετράδιο και με άφησε να τρέχω πέρα δώθε πάνω στις γραμμές που κρατούσαν το ίσο, να γράφω γράμματα, να σκαρώνω προτάσεις, να γυρίζω σελίδες, ν’ αλλάζω φύλλα, να διηγούμαι ιστορίες, να γεμίζω τετράδια με τις συναρπαστικές περιπέτειες που τόσο γενναιόδωρα μου χάριζε η ζωή.
Κανείς δεν ήθελε ένα μολύβι με γκρι χρώμα. Πώς θα φαινόταν ό,τι έγραφε πάνω στο λευκό χαρτί; Άλλωστε κι εγώ καθόλου δεν ήθελα να καταναλωθώ και να μικρύνω και να πεταχτώ μες στ' άχρηστα. Ήξερα πολύ καλά τι δουλειά κάνουν οι ξύστρες. Έτσι πέρασα όλο το καλοκαίρι μέσα στο κουτί με τα περισσεύματα. Ώσπου άρχισα να βαριέμαι και να θέλω να φύγω. Μα δεν ήθελα να πάω σε κάποιο παιδικό γραφείο πλάι σε μια γόμα και μια ξύστρα. Ήθελα να βγω έξω, να τριγυρίσω, να γνωρίσω καινούργιους μαγικούς κόσμους. Και τότε ήρθε, από έναν άλλο μακρινό τόπο, η Αυγή.
Showing posts with label η επιθυμία με φλέγει. Show all posts
Showing posts with label η επιθυμία με φλέγει. Show all posts
Friday
η πρώτη βροχή
Το καλοκαίρι κυλούσε αργά. Οι ημέρες μίκραιναν σταδιακά, αλλά και πάλι ήταν μεγάλες – πολύ μεγαλύτερες από τις μέρες του χειμώνα, σίγουρα. Με πολύχρωμα πρωινά και δειλινά, και ζεστά μεσημέρια. Η κυρία Αίγλη άνοιγε το κατάστημά της την ώρα που ο ήλιος είχε κιόλας ανέβει λίγο ουράνιο δρόμο. Κατέβαζε πρώτα την τέντα που σκίαζε την ανατολική βιτρίνα. Λίγο αργότερα κατέβαζε την τέντα και από την άλλη πλευρά. Ευτυχώς. Γιατί ακόμα δεν εφευρέθηκε το αντηλιακό που προστατεύει τα εμπορεύματα.
Οι πελάτες, ξέρετε, το καλοκαίρι δε βιάζονται. Τα παιδιά συχνά βγαίνουν για ψώνια και με τους δυο γονείς. Χαζεύουν πολύ ώρα έξω απ’ τη βιτρίνα. Κι όταν μπαίνουν μέσα μοιάζει να μην ξέρουν τι θέλουν ν’ αγοράσουν ή να θέλουν να τ’ αγοράσουν όλα. Η κυρία Αίγλη πάντα τους χαρίζει κάτι απ’ το κουτί με τα περισσεύματα. Στο κουτί με τα περισσεύματα πέρασα όλο το καλοκαίρι. Ωστόσο, δεν ήμουν από την αρχή περίσσευμα, αλλά ως το τέλος του καλοκαιριού είχα γίνει.
“Κυρία Αίγλη, μπορώ, σας παρακαλώ, να πάρω μερικά από εκείνα τα μολύβια σε σχήμα φύλλου,” άκουσα μια μέρα να λέει ένα μικρό αγόρι. “Θα ήθελα τις γαλάζιες αποχρώσεις: το ανοιχτό γαλάζιο, το γαλαζοπράσινο, το γκριζογάλανο και το τυρκουάζ, σας παρακαλώ. Θα ζωγραφίζω τη θάλασσα όλες τις ώρες. Και θέλω να πετύχω όλα τα χρώματα που της δίνει ο ήλιος.”
“Κυρία Αίγλη, θα ήθελα σας παρακαλώ εκείνα τα πράσινα φύλλα: το γκριζοπράσινο για τα φύλλα της ελιάς, το ανοιχτό για τον άγουρο καρπό και το έντονο για το γρασίδι. Θα κάνω πολλές ζωγραφιές με τον ελαιώνα ν’ αφήσω στη γιαγιά, να μη στεναχωριέται όταν φύγω.”
“Κυρία Αίγλη, έχετε μολύβια για να ζωγραφίζω τη νύχτα; Α, ναι, αυτά που μοιάζουν με φύλλα: το σκούρο μπλε και το μπλε-γκρι, για τον ουρανό, και το κίτρινο για τ’ αστέρια και το λευκό για το φεγγάρι.”
Έτσι αποχαιρέτησα τ’ αδέλφια μου. Επίσης, έμαθα ότι έχω σχήμα φύλλου. Και άρχισα να βαριέμαι. Και ήθελα να φύγω. Και δεν ήθελα να πάω σε κάποιο παιδικό γραφείο πλάι σε μια γόμα και μια ξύστρα. Ήθελα να φύγω, να βγω έξω, να πάω κάπου αλλού, να γνωρίσω καινούργιους κόσμους, αλλιώτικους, μαγικούς.
Το προηγούμενο βράδυ η κυρία Αίγλη γύρισε πίσω και ανακάτεψε τα περισσεύματα μες στο κουτί. Με πήρε στο χέρι της. “Λάμπεις απόψε,” είπε. “Η επιθυμία σε φλέγει.” Mε τοποθέτησε τρυφερά πάλι στο κουτί, βγήκε, κλείδωσε την πόρτα, άνοιξε την ομπρέλα της. Δεν είχα καταλάβει ότι έβρεχε. Ευχόμουν να δυνάμωνε. Θα άκουγα το τραγούδι της βροχής. Η βροχή τραγουδάει πολύ όμορφες ιστορίες. Το ήξερα αυτό από το χειμώνα. Τις νύχτες που έβρεχε δεν άφηνα τον ύπνο να με πάρει. Κι αν έβρεχε την ημέρα, παρακαλούσα να έχουμε ησυχία. Δεν ήθελα να χάνω τις ιστορίες τις βροχής.
Μα εκείνη η πρώτη βροχή του φθινοπώρου με νανούρισε πολύ γλυκά. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία νύχτα που είχα κοιμηθεί τόσο ήσυχα. Κι όλος μου ο ύπνος ήταν ένα ατέλειωτο ταξίδι σε όμορφα όνειρα. Όταν ξύπνησα νόμιζα ότι είχα ταξιδέψει όλες τις διαδρομές του νερού: είχα εξατμιστεί από τον ωκεανό, είχα υγροποιηθεί στα σύννεφα, είχα βρέξει τη γη, είχα κυλήσει σε υπόγεια ρεύματα κι είχα κελαρύσει σε επίγεια ποτάμια και είχα πέσει πάλι με ορμή μέσα τη θάλασσα.
Οι πελάτες, ξέρετε, το καλοκαίρι δε βιάζονται. Τα παιδιά συχνά βγαίνουν για ψώνια και με τους δυο γονείς. Χαζεύουν πολύ ώρα έξω απ’ τη βιτρίνα. Κι όταν μπαίνουν μέσα μοιάζει να μην ξέρουν τι θέλουν ν’ αγοράσουν ή να θέλουν να τ’ αγοράσουν όλα. Η κυρία Αίγλη πάντα τους χαρίζει κάτι απ’ το κουτί με τα περισσεύματα. Στο κουτί με τα περισσεύματα πέρασα όλο το καλοκαίρι. Ωστόσο, δεν ήμουν από την αρχή περίσσευμα, αλλά ως το τέλος του καλοκαιριού είχα γίνει.
“Κυρία Αίγλη, μπορώ, σας παρακαλώ, να πάρω μερικά από εκείνα τα μολύβια σε σχήμα φύλλου,” άκουσα μια μέρα να λέει ένα μικρό αγόρι. “Θα ήθελα τις γαλάζιες αποχρώσεις: το ανοιχτό γαλάζιο, το γαλαζοπράσινο, το γκριζογάλανο και το τυρκουάζ, σας παρακαλώ. Θα ζωγραφίζω τη θάλασσα όλες τις ώρες. Και θέλω να πετύχω όλα τα χρώματα που της δίνει ο ήλιος.”
“Κυρία Αίγλη, θα ήθελα σας παρακαλώ εκείνα τα πράσινα φύλλα: το γκριζοπράσινο για τα φύλλα της ελιάς, το ανοιχτό για τον άγουρο καρπό και το έντονο για το γρασίδι. Θα κάνω πολλές ζωγραφιές με τον ελαιώνα ν’ αφήσω στη γιαγιά, να μη στεναχωριέται όταν φύγω.”
“Κυρία Αίγλη, έχετε μολύβια για να ζωγραφίζω τη νύχτα; Α, ναι, αυτά που μοιάζουν με φύλλα: το σκούρο μπλε και το μπλε-γκρι, για τον ουρανό, και το κίτρινο για τ’ αστέρια και το λευκό για το φεγγάρι.”
Έτσι αποχαιρέτησα τ’ αδέλφια μου. Επίσης, έμαθα ότι έχω σχήμα φύλλου. Και άρχισα να βαριέμαι. Και ήθελα να φύγω. Και δεν ήθελα να πάω σε κάποιο παιδικό γραφείο πλάι σε μια γόμα και μια ξύστρα. Ήθελα να φύγω, να βγω έξω, να πάω κάπου αλλού, να γνωρίσω καινούργιους κόσμους, αλλιώτικους, μαγικούς.
Το προηγούμενο βράδυ η κυρία Αίγλη γύρισε πίσω και ανακάτεψε τα περισσεύματα μες στο κουτί. Με πήρε στο χέρι της. “Λάμπεις απόψε,” είπε. “Η επιθυμία σε φλέγει.” Mε τοποθέτησε τρυφερά πάλι στο κουτί, βγήκε, κλείδωσε την πόρτα, άνοιξε την ομπρέλα της. Δεν είχα καταλάβει ότι έβρεχε. Ευχόμουν να δυνάμωνε. Θα άκουγα το τραγούδι της βροχής. Η βροχή τραγουδάει πολύ όμορφες ιστορίες. Το ήξερα αυτό από το χειμώνα. Τις νύχτες που έβρεχε δεν άφηνα τον ύπνο να με πάρει. Κι αν έβρεχε την ημέρα, παρακαλούσα να έχουμε ησυχία. Δεν ήθελα να χάνω τις ιστορίες τις βροχής.
Μα εκείνη η πρώτη βροχή του φθινοπώρου με νανούρισε πολύ γλυκά. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία νύχτα που είχα κοιμηθεί τόσο ήσυχα. Κι όλος μου ο ύπνος ήταν ένα ατέλειωτο ταξίδι σε όμορφα όνειρα. Όταν ξύπνησα νόμιζα ότι είχα ταξιδέψει όλες τις διαδρομές του νερού: είχα εξατμιστεί από τον ωκεανό, είχα υγροποιηθεί στα σύννεφα, είχα βρέξει τη γη, είχα κυλήσει σε υπόγεια ρεύματα κι είχα κελαρύσει σε επίγεια ποτάμια και είχα πέσει πάλι με ορμή μέσα τη θάλασσα.
χρωματιστές ώρες
Η κυρία Αίγλη ανέβασε την τέντα, αφού είχε τακτοποιήσει τα πάντα για την καινούργια εποχή στο κατάστημά μας. Κλείδωσε κουρασμένη και ευχαριστημένη από την εργασία της και έφυγε για το σπίτι. Κοίταζα προσεκτικά και για πολύ ώρα όλα τα πράγματα γύρω μου. Μπορούσα να βλέπω τα πάντα τώρα. Και μου φαίνονταν όλα τόσο διαφορετικά, άγνωστα και όμορφα. Βλέπετε, ό,τι ήξερα από τον κόσμο προερχόταν από τις συζητήσεις.
Λίγες φορές είχαμε καταφέρει εγώ και τ’ αδέλφια μου να κρυφοκοιτάξουμε, τη στιγμή που η κυρία Αίγλη πήγαινε ν’ ανοίξει το κουτί για να μας παρουσιάσει στα παιδιά. Ο γονιός πάντα βιαζόταν να πει ότι είναι περιττό να πληρώσουν ένα γκρι μολύβι που δε θα φαίνεται αυτό που γράφει στο χαρτί και, “μπορείτε, κυρία Αίγλη, σας παρακαλώ, να μας δείξετε ένα κουτί γεμάτο με χρωματιστά μολύβια”.
Ήθελα να μιλήσω μ’ αυτόν το σελιδοδείχτη πλάι μου, αλλά μόλις που πήγα ν’ ανοίξω το στόμα μου “κοιμήσου τώρα, είναι μεσημέρι, το απόγευμα θα γνωριστούμε” με πρόλαβε. Δεν έκλεισα μάτι. Μια τόσο φωτεινή ώρα. Και με όλες αυτές τις καινούργιες εικόνες του κόσμου. Και, μάλιστα, που έβλεπα όλο το κατάστημα από την καινούργια μου θέση. Ως το βάθος του διαδρόμου, εκεί που κατοικούσα μέχρι σήμερα το πρωί.
Έβλεπα και έξω, επίσης. Όλο το δρόμο ως τα σπίτια απέναντι. Και από την άλλη πλευρά. Ώστε, ήταν σε γωνία το βιβλιοχαρτοπαιχνιδοπωλείο μας. Ναι, ήταν η νοτιοανατολική γωνία του τετραγώνου, όπως έδειχναν οι σκιές που άρχιζαν ανεπαίσθητα να σέρνουν το βηματάκι τους στο πεζοδρόμιο. Και έβλεπα ολόκληρη τη βιτρίνα. Να και τα μολύβια μέσα στη διάφανη μολυβοθήκη. Τ’ αδέλφια μου καμάρωναν με το ξεχωριστό τους σχήμα.
Λοιπόν, αυτό δεν το ήξερα ούτε το φανταζόμουν: το απόγευμα το φέρνουν τα παιδιά. Παίρνουν τους γονείς απ’ το χέρι, βγαίνουν απ’ το σπίτι, βαδίζουν στο πεζοδρόμιο, δείχνουν τα πράγματα στη βιτρίνα και συνεχίζουν το δρόμο τους. Πηγαίνουν στην παιδική χαρά, έτσι έμαθα. Οι γονείς κάθονται στην άκρη και τα παιδιά παίζουν όλα μαζί. Μερικά εμπορεύματα έχουν πουληθεί κι έχουν πάλι επιστρέψει εδώ για αλλαγή. Αυτά μπορούν να σου πουν ωραίες ιστορίες.
Είχα ακούσει ότι τα παιδιά είναι τα καλύτερα από τα πλάσματα. Όλα τα παιδιά: και των ζώων και των φυτών και των ανθρώπων. Επειδή – όπως λένε αυτοί που ξέρουν – τα χαρακτηρίζει η αθωότητα, η φρεσκάδα και ο ενθουσιασμός. Τα παιδιά των ανθρώπων όμως είναι, στ’ αλήθεια, μαγικά πλάσματα. Γιατί φέρνουν την πιο ωραία ώρα στην ημέρα του ανθρώπου: το απόγευμα.
Μπορεί τώρα εσείς να σκέφτεστε ότι ήταν απλώς το πρώτο μου απόγευμα. Και ήμουν μάλλον ξαφνιασμένος παρά μαγεμένος. Αλλά δεν είναι έτσι. Από τότε έως σήμερα, που γράφω σε αυτό το τετράδιο, έχω δει πολλές ημέρες με όλες τους τις ώρες. Έχω δει πολλά πρωινά, μεσημέρια και βράδια. Έχω μείνει νύχτες άγρυπνος για να μη χάσω καμιά απόχρωση από το σκούρο μπλε ως το μαύρο.
Τα χρώματα του απογεύματος, σας βεβαιώ, δεν τα έχει άλλη ώρα. Λες κι έχουν δώσει ραντεβού να συναντιούνται όλα μαζί το απόγευμα. Λες και τα γεννάει το γέλιο των παιδιών που παίζουν αυτή την ώρα. Το απόγευμα δε λείπει κανένα χρώμα από τον κόσμο. Ούτε καμιά απόχρωση, φυσικά. Στη σκιά θα δεις τις πιο σκούρες και εκεί που ακόμα ακουμπάει ο ήλιος τις πιο ανοιχτές.
Το μεγαλύτερο θαύμα, όμως, συμβαίνει στον ουρανό. Ίσως για να το βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, όποια γωνιά της γης κι αν τους κρύβει. Ο γαλανός ουρανός γίνεται ξαφνικά ένας κήπος από χρώματα κάθε απόγευμα. Τότε δεν έβλεπα τον ίδιο. Από τη θέση μου στον πάγκο έβλεπα μόνο το καθρέφτισμά του στα παράθυρα απέναντι. Στην απέναντι γωνία ήταν το κτίριο του δημοτικού σχολείου. Και στα παράθυρά του κάθε απόγευμα καθρεφτιζόταν όλη η διαδρομή του ηλιοβασιλέματος. Το γαλάζιο σκούραινε κι από μέσα του άναβαν όλα τα ρόδινα και τα πορτοκαλιά άνθη κι έσβηναν πάλι μέσα σ’ εκείνη τη νοσταλγική απόχρωση του μπλε με το οποίο άρχιζε η νύχτα.
Λίγες φορές είχαμε καταφέρει εγώ και τ’ αδέλφια μου να κρυφοκοιτάξουμε, τη στιγμή που η κυρία Αίγλη πήγαινε ν’ ανοίξει το κουτί για να μας παρουσιάσει στα παιδιά. Ο γονιός πάντα βιαζόταν να πει ότι είναι περιττό να πληρώσουν ένα γκρι μολύβι που δε θα φαίνεται αυτό που γράφει στο χαρτί και, “μπορείτε, κυρία Αίγλη, σας παρακαλώ, να μας δείξετε ένα κουτί γεμάτο με χρωματιστά μολύβια”.
Ήθελα να μιλήσω μ’ αυτόν το σελιδοδείχτη πλάι μου, αλλά μόλις που πήγα ν’ ανοίξω το στόμα μου “κοιμήσου τώρα, είναι μεσημέρι, το απόγευμα θα γνωριστούμε” με πρόλαβε. Δεν έκλεισα μάτι. Μια τόσο φωτεινή ώρα. Και με όλες αυτές τις καινούργιες εικόνες του κόσμου. Και, μάλιστα, που έβλεπα όλο το κατάστημα από την καινούργια μου θέση. Ως το βάθος του διαδρόμου, εκεί που κατοικούσα μέχρι σήμερα το πρωί.
Έβλεπα και έξω, επίσης. Όλο το δρόμο ως τα σπίτια απέναντι. Και από την άλλη πλευρά. Ώστε, ήταν σε γωνία το βιβλιοχαρτοπαιχνιδοπωλείο μας. Ναι, ήταν η νοτιοανατολική γωνία του τετραγώνου, όπως έδειχναν οι σκιές που άρχιζαν ανεπαίσθητα να σέρνουν το βηματάκι τους στο πεζοδρόμιο. Και έβλεπα ολόκληρη τη βιτρίνα. Να και τα μολύβια μέσα στη διάφανη μολυβοθήκη. Τ’ αδέλφια μου καμάρωναν με το ξεχωριστό τους σχήμα.
Λοιπόν, αυτό δεν το ήξερα ούτε το φανταζόμουν: το απόγευμα το φέρνουν τα παιδιά. Παίρνουν τους γονείς απ’ το χέρι, βγαίνουν απ’ το σπίτι, βαδίζουν στο πεζοδρόμιο, δείχνουν τα πράγματα στη βιτρίνα και συνεχίζουν το δρόμο τους. Πηγαίνουν στην παιδική χαρά, έτσι έμαθα. Οι γονείς κάθονται στην άκρη και τα παιδιά παίζουν όλα μαζί. Μερικά εμπορεύματα έχουν πουληθεί κι έχουν πάλι επιστρέψει εδώ για αλλαγή. Αυτά μπορούν να σου πουν ωραίες ιστορίες.
Είχα ακούσει ότι τα παιδιά είναι τα καλύτερα από τα πλάσματα. Όλα τα παιδιά: και των ζώων και των φυτών και των ανθρώπων. Επειδή – όπως λένε αυτοί που ξέρουν – τα χαρακτηρίζει η αθωότητα, η φρεσκάδα και ο ενθουσιασμός. Τα παιδιά των ανθρώπων όμως είναι, στ’ αλήθεια, μαγικά πλάσματα. Γιατί φέρνουν την πιο ωραία ώρα στην ημέρα του ανθρώπου: το απόγευμα.
Μπορεί τώρα εσείς να σκέφτεστε ότι ήταν απλώς το πρώτο μου απόγευμα. Και ήμουν μάλλον ξαφνιασμένος παρά μαγεμένος. Αλλά δεν είναι έτσι. Από τότε έως σήμερα, που γράφω σε αυτό το τετράδιο, έχω δει πολλές ημέρες με όλες τους τις ώρες. Έχω δει πολλά πρωινά, μεσημέρια και βράδια. Έχω μείνει νύχτες άγρυπνος για να μη χάσω καμιά απόχρωση από το σκούρο μπλε ως το μαύρο.
Τα χρώματα του απογεύματος, σας βεβαιώ, δεν τα έχει άλλη ώρα. Λες κι έχουν δώσει ραντεβού να συναντιούνται όλα μαζί το απόγευμα. Λες και τα γεννάει το γέλιο των παιδιών που παίζουν αυτή την ώρα. Το απόγευμα δε λείπει κανένα χρώμα από τον κόσμο. Ούτε καμιά απόχρωση, φυσικά. Στη σκιά θα δεις τις πιο σκούρες και εκεί που ακόμα ακουμπάει ο ήλιος τις πιο ανοιχτές.
Το μεγαλύτερο θαύμα, όμως, συμβαίνει στον ουρανό. Ίσως για να το βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, όποια γωνιά της γης κι αν τους κρύβει. Ο γαλανός ουρανός γίνεται ξαφνικά ένας κήπος από χρώματα κάθε απόγευμα. Τότε δεν έβλεπα τον ίδιο. Από τη θέση μου στον πάγκο έβλεπα μόνο το καθρέφτισμά του στα παράθυρα απέναντι. Στην απέναντι γωνία ήταν το κτίριο του δημοτικού σχολείου. Και στα παράθυρά του κάθε απόγευμα καθρεφτιζόταν όλη η διαδρομή του ηλιοβασιλέματος. Το γαλάζιο σκούραινε κι από μέσα του άναβαν όλα τα ρόδινα και τα πορτοκαλιά άνθη κι έσβηναν πάλι μέσα σ’ εκείνη τη νοσταλγική απόχρωση του μπλε με το οποίο άρχιζε η νύχτα.
Monday
μια χορδή χαράς
Στεκόμουν σκεφτικό μπροστά στη συνέπεια της ευχής μου που έμοιαζε πολύ οδυνηρή: ένα ολόκληρο καλοκαίρι στη σκιά και στην ψύχρα του υπογείου. Ενώ τώρα ήταν ο σωστός καιρός για να χαρούμε τον ήλιο και τη ζέστη. Αρκετά κρύα και πολλή υγρασία είχαμε υποφέρει τόσους μήνες μέσα στο κατάστημα.
Έτσι έβαλα τα δυνατά μου να κάνω μια πολύ ισχυρή ευχή: να μην κατέβουμε στο σκιερό υπόγειο κλεισμένοι σ’ ένα σκοτεινό χαρτόκουτο, να μείνουμε ν’ απολαύσουμε τον καλοκαιρινό ήλιο που τις τελευταίες μέρες έμπαινε από το τζάμι της πόρτας και από το τζάμι της βιτρίνας.
Και ήταν διαφορετικός από τον ανοιξιάτικο που έμπαινε εδώ μέσα μέχρι πριν από λίγες μέρες, πρέπει να με πιστέψετε. Και πολύ διαφορετικός από τον χειμωνιάτικο, αυτό το θυμάμαι σίγουρα. Και μάλλον αρκετά διαφορετικός από τον φθινοπωρινό, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ. Έτσι είναι, στον υπέροχο και θαυμαστό κόσμο των ανθρώπων: ο ήλιος κάθε εποχή είναι άλλος.
Την άλλη μέρα, που ήταν Κυριακή και τα καταστήματα ήταν κλειστά, η κυρία Αίγλη μας ξύπνησε πρωί πρωί ανοίγοντας την πόρτα με τα κουδουνάκια και σφυρίζοντας τον αγαπημένο της σκοπό κι έπιασε τη δουλειά. Πέρασε μπροστά μας σέρνοντας ένα μεγάλο χάρτινο κουτί και κυλώντας ένα δίπατο τραπεζάκι. Για το κουτί ξέραμε όλοι. Για το τραπεζάκι όμως; Ποιος άραγε να ξέρει τι θα κάνει με τα πράγματα που έβαζε στο τραπεζάκι η κυρία Αίγλη;
“Ε, παλιά και πιο παλιά εμπορεύματα,” φώναξα, “ποιος από σας ξέρει να μας πει τι θα γίνει με όλ’ αυτά τα πράγματα που βάζει η κυρία Αίγλη στο τραπεζάκι;” Κάποιο αντικείμενο που δεν είχα ακούσει πάλι τη φωνή του και που μετά έμαθα ότι ήταν το πούπουλο του ξεσκονίσματος που μας σήκωνε απ’ τον ύπνο μας κάθε πρωί, μας πληροφόρησε ότι τα εμπορεύματα που τοποθετούνταν στο δίπατο τραπεζάκι θα έμεναν στο κατάστημα και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, αλλά σε διαφορετική θέση απ’ αυτή που κάθονταν όλον τον άλλο καιρό.
Τώρα ήξερα τι ακριβώς να ευχηθώ. Και ήμουν σίγουρο – είναι καλό για ένα μολύβι να είναι σίγουρο – ότι μπορούσε να πραγματοποιηθεί η ευχή μου. Ευχήθηκα το χέρι της κυρίας Αίγλης να μας βάλει στο τραπεζάκι με τα ροδάκια που κυλούσε στο πλάι της. Έτσι κι έγινε. Ένιωσα τόσο μεγάλη χαρά! Η δυσκολία ήταν ότι δεν επιτρεπόταν να μοιραστώ τη χαρά μου με κανέναν. Θα πρόδιδα το μυστικό με τις ευχές και αυτό δεν έπρεπε να γίνει.
Για να κρατώ το μυαλό μου απασχολημένο και ταυτόχρονα ν’ αποφεύγω τους συγκινητικούς αποχαιρετισμούς, άρχισα να σκέφτομαι όλες τις εκδοχές για την καινούργια θέση του κουτιού που με περιείχε μαζί με τα αδέλφια μου μολύβια με τα άλλα, φωτεινά χρώματα.
Πρέπει, εδώ, να σας ομολογήσω ότι καθόλου δεν είχε περάσει απ’ το νου μου η θέση στην οποία μας τοποθέτησε το μεσημέρι εκείνης της Κυριακής η κυρία Αίγλη. Και βέβαια, το τελευταίο που θα μπορούσα να ονειρευτώ ήταν ότι, επιτέλους, θα μας έβγαζε από το μικρό χάρτινο κουτί μέσα στο οποίο είμαστε στοιχισμένα σε στάση προσοχής και στριμωγμένα τόσους μήνες δώδεκα αδέλφια μολύβια. Αυτό μου έδωσε περισσότερη χαρά.
Κι αμέσως έγινε κάτι που μου έδωσε πολύ μεγάλη λύπη: τα χρωματιστά μου αδέλφια μπήκαν σε μια μεγάλη μολυβοθήκη μαζί με άλλα χρωματιστά μολύβια μεγαλύτερα και μικρότερα και τοποθετήθηκαν σε μια θέση στη βιτρίνα, ενώ εγώ μπήκα σ’ ένα κουτί με άλλα διαφορετικά και ποικίλα πράγματα, πλάι στην ταμειακή μηχανή πάνω στον πάγκο.
Ένιωθα πολύ παράξενα. Πρώτη φορά τόσο παράξενα. Δεν ήξερα αν ήμουν δυστυχισμένο ή ευτυχισμένο. Είναι δύσκολο για ένα γκρι μολύβι να μην ξέρει αν έχει βουλιάξει στη μαύρη δυστυχία ή αν πετά στα πάλλευκα σύννεφα της ευτυχίας. Με είχαν ξεχωρίσει από τ’ αδέλφια μου.
‘Αυτή πρέπει να είναι η μοναξιά,’ σκέφτηκα. Όταν οι άνθρωποι μιλούσαν για τη μοναξιά γίνονταν πολύ λυπημένοι. Αλλά και πάλι, δεν μπορώ να πω ότι ήταν ακριβώς έτσι. Κάποιο σκίρτημα διέτρεχε τη μολυβένια ραχοκοκαλιά μου. Το ένιωθα όλο και πιο καθαρά. Ήταν μια πολύ λεπτή χορδή χαράς. Να βρισκόμουν άραγε μπροστά σε μια καινούργια περιπέτεια;
Έτσι έβαλα τα δυνατά μου να κάνω μια πολύ ισχυρή ευχή: να μην κατέβουμε στο σκιερό υπόγειο κλεισμένοι σ’ ένα σκοτεινό χαρτόκουτο, να μείνουμε ν’ απολαύσουμε τον καλοκαιρινό ήλιο που τις τελευταίες μέρες έμπαινε από το τζάμι της πόρτας και από το τζάμι της βιτρίνας.
Και ήταν διαφορετικός από τον ανοιξιάτικο που έμπαινε εδώ μέσα μέχρι πριν από λίγες μέρες, πρέπει να με πιστέψετε. Και πολύ διαφορετικός από τον χειμωνιάτικο, αυτό το θυμάμαι σίγουρα. Και μάλλον αρκετά διαφορετικός από τον φθινοπωρινό, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ. Έτσι είναι, στον υπέροχο και θαυμαστό κόσμο των ανθρώπων: ο ήλιος κάθε εποχή είναι άλλος.
Την άλλη μέρα, που ήταν Κυριακή και τα καταστήματα ήταν κλειστά, η κυρία Αίγλη μας ξύπνησε πρωί πρωί ανοίγοντας την πόρτα με τα κουδουνάκια και σφυρίζοντας τον αγαπημένο της σκοπό κι έπιασε τη δουλειά. Πέρασε μπροστά μας σέρνοντας ένα μεγάλο χάρτινο κουτί και κυλώντας ένα δίπατο τραπεζάκι. Για το κουτί ξέραμε όλοι. Για το τραπεζάκι όμως; Ποιος άραγε να ξέρει τι θα κάνει με τα πράγματα που έβαζε στο τραπεζάκι η κυρία Αίγλη;
“Ε, παλιά και πιο παλιά εμπορεύματα,” φώναξα, “ποιος από σας ξέρει να μας πει τι θα γίνει με όλ’ αυτά τα πράγματα που βάζει η κυρία Αίγλη στο τραπεζάκι;” Κάποιο αντικείμενο που δεν είχα ακούσει πάλι τη φωνή του και που μετά έμαθα ότι ήταν το πούπουλο του ξεσκονίσματος που μας σήκωνε απ’ τον ύπνο μας κάθε πρωί, μας πληροφόρησε ότι τα εμπορεύματα που τοποθετούνταν στο δίπατο τραπεζάκι θα έμεναν στο κατάστημα και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, αλλά σε διαφορετική θέση απ’ αυτή που κάθονταν όλον τον άλλο καιρό.
Τώρα ήξερα τι ακριβώς να ευχηθώ. Και ήμουν σίγουρο – είναι καλό για ένα μολύβι να είναι σίγουρο – ότι μπορούσε να πραγματοποιηθεί η ευχή μου. Ευχήθηκα το χέρι της κυρίας Αίγλης να μας βάλει στο τραπεζάκι με τα ροδάκια που κυλούσε στο πλάι της. Έτσι κι έγινε. Ένιωσα τόσο μεγάλη χαρά! Η δυσκολία ήταν ότι δεν επιτρεπόταν να μοιραστώ τη χαρά μου με κανέναν. Θα πρόδιδα το μυστικό με τις ευχές και αυτό δεν έπρεπε να γίνει.
Για να κρατώ το μυαλό μου απασχολημένο και ταυτόχρονα ν’ αποφεύγω τους συγκινητικούς αποχαιρετισμούς, άρχισα να σκέφτομαι όλες τις εκδοχές για την καινούργια θέση του κουτιού που με περιείχε μαζί με τα αδέλφια μου μολύβια με τα άλλα, φωτεινά χρώματα.
Πρέπει, εδώ, να σας ομολογήσω ότι καθόλου δεν είχε περάσει απ’ το νου μου η θέση στην οποία μας τοποθέτησε το μεσημέρι εκείνης της Κυριακής η κυρία Αίγλη. Και βέβαια, το τελευταίο που θα μπορούσα να ονειρευτώ ήταν ότι, επιτέλους, θα μας έβγαζε από το μικρό χάρτινο κουτί μέσα στο οποίο είμαστε στοιχισμένα σε στάση προσοχής και στριμωγμένα τόσους μήνες δώδεκα αδέλφια μολύβια. Αυτό μου έδωσε περισσότερη χαρά.
Κι αμέσως έγινε κάτι που μου έδωσε πολύ μεγάλη λύπη: τα χρωματιστά μου αδέλφια μπήκαν σε μια μεγάλη μολυβοθήκη μαζί με άλλα χρωματιστά μολύβια μεγαλύτερα και μικρότερα και τοποθετήθηκαν σε μια θέση στη βιτρίνα, ενώ εγώ μπήκα σ’ ένα κουτί με άλλα διαφορετικά και ποικίλα πράγματα, πλάι στην ταμειακή μηχανή πάνω στον πάγκο.
Ένιωθα πολύ παράξενα. Πρώτη φορά τόσο παράξενα. Δεν ήξερα αν ήμουν δυστυχισμένο ή ευτυχισμένο. Είναι δύσκολο για ένα γκρι μολύβι να μην ξέρει αν έχει βουλιάξει στη μαύρη δυστυχία ή αν πετά στα πάλλευκα σύννεφα της ευτυχίας. Με είχαν ξεχωρίσει από τ’ αδέλφια μου.
‘Αυτή πρέπει να είναι η μοναξιά,’ σκέφτηκα. Όταν οι άνθρωποι μιλούσαν για τη μοναξιά γίνονταν πολύ λυπημένοι. Αλλά και πάλι, δεν μπορώ να πω ότι ήταν ακριβώς έτσι. Κάποιο σκίρτημα διέτρεχε τη μολυβένια ραχοκοκαλιά μου. Το ένιωθα όλο και πιο καθαρά. Ήταν μια πολύ λεπτή χορδή χαράς. Να βρισκόμουν άραγε μπροστά σε μια καινούργια περιπέτεια;
η μυστική ευχή
Πολλά πράγματα δε θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία. Οι μεγαλύτεροι διηγούνται ότι φτάσαμε σ’ ένα μικρό χάρτινο κουτάκι, εγώ και τα έντεκα αδέλφια μου, μέσα σ’ ένα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο με διάφορα άλλα εμπορεύματα που είχε παραγγείλει η κυρία Αίγλη από την κεντρική αποθήκη στην πρωτεύουσα, που προμήθευε τα καταστήματα της μικρής μας πόλης με ό,τι ήθελαν να πουλήσουν στους κατοίκους της.
Η κυρία Αίγλη αγαπά τα παιδιά. Και έχει φτιάξει αυτό το κατάστημα με όλα τα πράγματα που μπορεί να θέλει ένα παιδί. Είτε για την τάξη είτε για το διάλειμμα. Είτε για το σχολείο είτε για το σπίτι. Ακόμα και για τις διακοπές. Και για το βουνό και για τη θάλασσα. Και για όλες τις παιδικές ηλικίες. Ως και τις εφηβικές, μπορώ να σας πω.
Αλλά και οι μεγάλοι βρίσκουν εδώ πράγματα που τους είναι χρήσιμα για τις δραστηριότητές τους. Για τα χόμπι τους και τις εργασίες τους. Ίσως στις περιπτώσεις που οι εργασίες τους έχουν περισσότερο να κάνουν με παιχνίδι παρά με δουλειά – αλλ’ αυτό δεν το ξέρω σίγουρα.
Η πρώτη μας θέση – αυτό το θυμάμαι – ήταν σ’ εκείνο το ράφι στο βάθος του διαδρόμου, απέναντι από τα μικρά και μεγάλα τετράδια. Είμαστε όλα τα μολύβια μαζί, κάθε ομάδα μέσα στο μικρότερο ή μεγαλύτερο ή ακόμα μεγαλύτερο χάρτινο κουτάκι της, άλλη με τέσσερα, με έξη, με οκτώ, ή με δώδεκα μολύβια. Τα παιδιά αγοράζουν πάντα ένα ολόκληρο κουτί, γιατί αγαπούν να γράφουν, να σχεδιάζουν και να ζωγραφίζουν και καταναλώνουν πολλά μολύβια σε όλα τα σχήματα και τα χρώματα κι έτσι όλα τ’ αδέλφια πήγαιναν μαζί στο ίδιο σπίτι.
“Και σε αυτό εδώ το μεγαλύτερο κουτί που έχει δώδεκα μολύβια, ανάμεσα σε άλλα χρώματα, υπάρχει και ένα γκρι,” έλεγε η κυρία Αίγλη κάθε φορά που παρουσίαζε τη δική μας οικογένεια. Μα κανείς δεν ήθελε ένα μολύβι με χρώμα γκρι - πώς θα φαινόταν πάνω στο λευκό χαρτί; - κι έτσι μείναμε όλο το χειμώνα στο ράφι και παρακολουθούσαμε τους πελάτες και μάθαμε πολλά πράγματα για τους κατοίκους της πόλης μας.
Και έφτασε το καλοκαίρι. Η κυρία Αίγλη θα έπρεπε να βάλει τα σχολικά σε μια μεγάλη κούτα και να τα φυλάξει στο υπόγειο για τη νέα χρονιά. Τα ράφια έπρεπε να γεμίσουν τώρα με παιχνίδια και άλλα πολλά, διάφορα και υπέροχα πράγματα που χρειάζονται τα παιδιά στις διακοπές τους. Έτσι έλεγαν τα πιο παλιά εμπορεύματα. Κι αυτό με στενοχωρούσε πολύ.
Ευχόμουν με όλη τη δύναμη της μολυβένιας μου σπονδυλικής στήλης να βρισκόταν ένας τρόπος να ξεφεύγαμε απ’ αυτόν τον προορισμό. Να μείνουμε εκεί και το καλοκαίρι, να κάνουμε παρέα με τα παιχνίδια, να βλέπουμε τα παιδιά, ν’ ακούμε τις ιστορίες των μαμάδων, να μαθαίνουμε πώς περνούν στις διακοπές, ποιος πήγε στο βουνό και ποιος στη θάλασσα.
Βέβαια, η προηγούμενη ευχή μου είχε πραγματοποιηθεί. Και ήμουν πολύ χαρούμενο γι’ αυτό. Αλλά τώρα τι; Θα είχαμε αυτή τη συνέπεια; Δεν το είχα πει σε κανένα αδελφό μολύβι μέσα στο κουτί. Ήταν το μεγάλο μυστικό μου. Και είχα ορκιστεί στον εαυτό μου ότι δεν θα το ξεστόμιζα ποτέ. Μια μέρα θα κατάφερνα να το ξεχάσω κιόλας – για να μην κινδυνεύω να προδοθώ, δηλαδή.
Βλέπετε, δεν ήθελα καθόλου να καταναλωθώ και να μικρύνω και να πεταχτώ μες στ' άχρηστα. Ήξερα πολύ καλά τι δουλειά κάνουν οι ξύστρες, που η κυρία Αίγλη κρατά κάτω από το τζάμι του πάγκου της, έτσι ώστε να φαίνονται και τα παιδιά να διαλέγουν χωρίς να χρειάζεται ν’ ανοίγει συρτάρια.
Είχα, λοιπόν, ευχηθεί να μη μας αγοράσει κανείς. Να καθόμαστε εκεί, στο ράφι του βιβλιοχαρτοπαιχνιδοπωλείου της γλυκιάς κυρίας Αίγλης, που μας φρόντιζε και μας ξεσκόνιζε καθημερινά. Να καθόμαστε εκεί και ν’ ακούμε τις ιστορίες των παιδιών, τις χαρές και τις λύπες τους, τις αγωνίες και τους ενθουσιασμούς τους – για όλα συζητούσαν σ’ εκείνο το διάδρομο, ανάμεσα στα τετράδια και τα μολύβια και ήταν τόσο συγκινητικό, που αν το μολύβι που κυλούσε μέσα μου ήταν ρευστό θα έχυνα γκρίζο δάκρυ.
Η κυρία Αίγλη αγαπά τα παιδιά. Και έχει φτιάξει αυτό το κατάστημα με όλα τα πράγματα που μπορεί να θέλει ένα παιδί. Είτε για την τάξη είτε για το διάλειμμα. Είτε για το σχολείο είτε για το σπίτι. Ακόμα και για τις διακοπές. Και για το βουνό και για τη θάλασσα. Και για όλες τις παιδικές ηλικίες. Ως και τις εφηβικές, μπορώ να σας πω.
Αλλά και οι μεγάλοι βρίσκουν εδώ πράγματα που τους είναι χρήσιμα για τις δραστηριότητές τους. Για τα χόμπι τους και τις εργασίες τους. Ίσως στις περιπτώσεις που οι εργασίες τους έχουν περισσότερο να κάνουν με παιχνίδι παρά με δουλειά – αλλ’ αυτό δεν το ξέρω σίγουρα.
Η πρώτη μας θέση – αυτό το θυμάμαι – ήταν σ’ εκείνο το ράφι στο βάθος του διαδρόμου, απέναντι από τα μικρά και μεγάλα τετράδια. Είμαστε όλα τα μολύβια μαζί, κάθε ομάδα μέσα στο μικρότερο ή μεγαλύτερο ή ακόμα μεγαλύτερο χάρτινο κουτάκι της, άλλη με τέσσερα, με έξη, με οκτώ, ή με δώδεκα μολύβια. Τα παιδιά αγοράζουν πάντα ένα ολόκληρο κουτί, γιατί αγαπούν να γράφουν, να σχεδιάζουν και να ζωγραφίζουν και καταναλώνουν πολλά μολύβια σε όλα τα σχήματα και τα χρώματα κι έτσι όλα τ’ αδέλφια πήγαιναν μαζί στο ίδιο σπίτι.
“Και σε αυτό εδώ το μεγαλύτερο κουτί που έχει δώδεκα μολύβια, ανάμεσα σε άλλα χρώματα, υπάρχει και ένα γκρι,” έλεγε η κυρία Αίγλη κάθε φορά που παρουσίαζε τη δική μας οικογένεια. Μα κανείς δεν ήθελε ένα μολύβι με χρώμα γκρι - πώς θα φαινόταν πάνω στο λευκό χαρτί; - κι έτσι μείναμε όλο το χειμώνα στο ράφι και παρακολουθούσαμε τους πελάτες και μάθαμε πολλά πράγματα για τους κατοίκους της πόλης μας.
Και έφτασε το καλοκαίρι. Η κυρία Αίγλη θα έπρεπε να βάλει τα σχολικά σε μια μεγάλη κούτα και να τα φυλάξει στο υπόγειο για τη νέα χρονιά. Τα ράφια έπρεπε να γεμίσουν τώρα με παιχνίδια και άλλα πολλά, διάφορα και υπέροχα πράγματα που χρειάζονται τα παιδιά στις διακοπές τους. Έτσι έλεγαν τα πιο παλιά εμπορεύματα. Κι αυτό με στενοχωρούσε πολύ.
Ευχόμουν με όλη τη δύναμη της μολυβένιας μου σπονδυλικής στήλης να βρισκόταν ένας τρόπος να ξεφεύγαμε απ’ αυτόν τον προορισμό. Να μείνουμε εκεί και το καλοκαίρι, να κάνουμε παρέα με τα παιχνίδια, να βλέπουμε τα παιδιά, ν’ ακούμε τις ιστορίες των μαμάδων, να μαθαίνουμε πώς περνούν στις διακοπές, ποιος πήγε στο βουνό και ποιος στη θάλασσα.
Βέβαια, η προηγούμενη ευχή μου είχε πραγματοποιηθεί. Και ήμουν πολύ χαρούμενο γι’ αυτό. Αλλά τώρα τι; Θα είχαμε αυτή τη συνέπεια; Δεν το είχα πει σε κανένα αδελφό μολύβι μέσα στο κουτί. Ήταν το μεγάλο μυστικό μου. Και είχα ορκιστεί στον εαυτό μου ότι δεν θα το ξεστόμιζα ποτέ. Μια μέρα θα κατάφερνα να το ξεχάσω κιόλας – για να μην κινδυνεύω να προδοθώ, δηλαδή.
Βλέπετε, δεν ήθελα καθόλου να καταναλωθώ και να μικρύνω και να πεταχτώ μες στ' άχρηστα. Ήξερα πολύ καλά τι δουλειά κάνουν οι ξύστρες, που η κυρία Αίγλη κρατά κάτω από το τζάμι του πάγκου της, έτσι ώστε να φαίνονται και τα παιδιά να διαλέγουν χωρίς να χρειάζεται ν’ ανοίγει συρτάρια.
Είχα, λοιπόν, ευχηθεί να μη μας αγοράσει κανείς. Να καθόμαστε εκεί, στο ράφι του βιβλιοχαρτοπαιχνιδοπωλείου της γλυκιάς κυρίας Αίγλης, που μας φρόντιζε και μας ξεσκόνιζε καθημερινά. Να καθόμαστε εκεί και ν’ ακούμε τις ιστορίες των παιδιών, τις χαρές και τις λύπες τους, τις αγωνίες και τους ενθουσιασμούς τους – για όλα συζητούσαν σ’ εκείνο το διάδρομο, ανάμεσα στα τετράδια και τα μολύβια και ήταν τόσο συγκινητικό, που αν το μολύβι που κυλούσε μέσα μου ήταν ρευστό θα έχυνα γκρίζο δάκρυ.
Subscribe to:
Posts (Atom)