Κανείς δεν ήθελε ένα μολύβι με γκρι χρώμα. Πώς θα φαινόταν ό,τι έγραφε πάνω στο λευκό χαρτί; Άλλωστε κι εγώ καθόλου δεν ήθελα να καταναλωθώ και να μικρύνω και να πεταχτώ μες στ' άχρηστα. Ήξερα πολύ καλά τι δουλειά κάνουν οι ξύστρες. Έτσι πέρασα όλο το καλοκαίρι μέσα στο κουτί με τα περισσεύματα. Ώσπου άρχισα να βαριέμαι και να θέλω να φύγω. Μα δεν ήθελα να πάω σε κάποιο παιδικό γραφείο πλάι σε μια γόμα και μια ξύστρα. Ήθελα να βγω έξω, να τριγυρίσω, να γνωρίσω καινούργιους μαγικούς κόσμους. Και τότε ήρθε, από έναν άλλο μακρινό τόπο, η Αυγή.

Thursday

αυστηρή καλοσύνη

Έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται ότι θέλω να κοιμηθώ. Δε θυμάμαι να είχα σκεφτεί ποτέ πριν κάτι τέτοιο. Κοιμόμουν πάντα όταν όλα τα πράγματα γύρω είχαν αποκοιμηθεί και δεν είχε τίποτα ν’ ασχοληθώ. Αλλά, βλέπετε, ήταν η πρώτη φορά που είχα εργαστεί και είχα κουραστεί. Η Αυγή με έβαλε πάλι στο αυλάκι του γραφείου της. Ήταν κι άλλα μολύβια εκεί. Μα με πήρε ο ύπνος τόσο γρήγορα και αναπάντεχα που ούτε καληνύχτα δεν τους είπα.
Το πρωί με περίμεναν να ξυπνήσω πριν αρχίσουν τη φλυαρία τους. Αυτό ήταν πολύ ευγενικό από μέρους τους και τα ευχαρίστησα με όλη μου την καρδιά. Είναι, στ’ αλήθεια, πολύ διαφορετικό να ξυπνάς μέσα στη στοργική ησυχία ενός σπιτικού. Και, μάλιστα, να σε κάνουν όλοι να νιώθεις τόσο καλόδεχτος.
Ήταν, λέει, η ευχή της Αυγής να αποκτήσει ένα μαγικό μολύβι. Το ευχόταν από πολύ μικρή, θυμόταν το πρώτο της μολύβι που ήταν τώρα πια τόσο δα μικρούτσικο που δεν μπορούσες να το κρατήσεις όρθιο στο χέρι σου για να γράψεις και καθόταν ήσυχα στην άκρη.
“Αγαπάει πολύ τα μολύβια η Αυγή μας. Εμένα πια θα έπρεπε από καιρό να μ’ έχει πετάξει, έτσι που είμαι τόσα χρόνια τώρα άχρηστο.” Αυτά κατάφερα καθαρά ν’ ακούσω από την αδύναμη φωνή του πρώτου μολυβιού που είχε οριστικά μικρύνει. Γιατί όλα είχαν κάτι να μου πουν και μιλούσαν με πάθος και τα λόγια του ενός κάλυπταν τα λόγια του άλλου.
Μα, εμένα κάτι πρέπει να με βασάνιζε μέσα μου, γιατί παρόλη τη χαρά κάπως ένιωθα παράξενα, στενάχωρα, σαν μια απάντηση να γύρευα. Και ποια ακριβώς ήταν η ερώτηση; Α, ναι: πώς γίνεται να είμαι ένα μαγικό μολύβι και να μην ξέρω τα γράμματα και τις λέξεις και τις προτάσεις και τόσα άλλα πράγματα;
“Εγώ λέω να μείνω σπίτι. Πρέπει ν’ αρχίσω να διαβάζω πάλι, δεν πρέπει;” είπε η Αυγή στους γονείς της καθώς σηκωνόταν από το τραπέζι της κουζίνας, όπου έπαιρναν όλοι μαζί το πρωινό τους γεύμα.
“Πρέπει να παίζεις, επίσης. Τα παιδιά πρέπει να παίζουν όσο περισσότερο γίνεται,” είπε με αυστηρή καλοσύνη η κυρία Ανατολή. “Πέρασες όλο το απόγευμα χτες στο δωμάτιό σου. Θα πρέπει να βγούμε να γνωρίσουμε τους ανθρώπους εδώ, να κάνεις καινούργιους φίλους. Δεν είναι σωστό ούτε ευχάριστο να ζούμε απομονωμένοι. Ωστόσο, επειδή έχω κι εγώ κάποιες δουλειές να κάνω μέσα στο πρωινό, θα σε αφήσω να διαβάσεις, αφού το θέλεις. Και θα πάμε το απόγευμα όλοι μαζί στην πλατεία, στο πάρκο και στην παιδική χαρά.”
Η Αυγή ήρθε στο δωμάτιό της, προσπέρασε το γραφείο δίχως να μου δώσει την παραμικρή σημασία, πήγε προς τον πλαϊνό τοίχο, που ήταν γεμάτος ως επάνω με βιβλία τοποθετημένα σε ξύλινα χρωματιστά ράφια, κοίταξε αυτά, κοίταξε εκείνα, σαν κάτι να έψαχνε, στάθηκε στο πορτοκαλί ράφι και άρχισε να τραβάει κάποια βιβλία λίγο πιο έξω, να τα εξετάζει και να τα βάζει πάλι στη θέση τους. Τελικά, “α, εσένα χρειάζομαι σήμερα,” είπε, έβγαλε ένα από τα βιβλία και το έφερε στο γραφείο.
“Και τώρα, αγαπημένε μου φίλε, αρχίζουμε μάθημα,” απευθύνθηκε σε μένα. “Αυτό είναι το πρώτο μου αναγνωστικό. Θα σου μάθω όλα όσα ξέρω. Όλα με τη σειρά. Βλέπεις, ένα μαγικό μολύβι δεν κουβαλάει τη γνώση μες στη μολυβένια του ραχοκοκαλιά. Μπορεί όμως να εργαστεί με επιμέλεια και να την αποκτήσει. Άλλα είναι τα πράγματα που κάνουν μαγικό ένα μολύβι.”
Αγωνιούσα να ρωτήσω ποια είναι αυτά τα πράγματα, αλλά άρχιζε το μάθημα. Ήταν ένα συναρπαστικό μάθημα. Αφού, φαντάσου, ήρθε το διάλειμμα και πάλι ξέχασα να ρωτήσω τι είναι αυτό που με κάνει ένα μαγικό μολύβι.
Ώστε, λοιπόν, κάθε ένα από αυτά τα σχήματα ήταν ένα συγκεκριμένο γράμμα. Και είχαμε είκοσι τέσσερα γράμματα όλα κι όλα στην αλφάβητο. Ώστε μερικά συγκεκριμένα γράμματα μαζί έφτιαχναν μια λέξη. Και ήταν τόσοι πολλοί οι συνδυασμοί των γραμμάτων που μπορούσαμε να φτιάχνουμε ένα σωρό λέξεις. Ώστε μερικές συγκεκριμένες λέξεις, που ο συνδυασμός τους απέδιδε κάποιο νόημα, όριζαν μια πρόταση. Και μπορούσαμε να κάνουμε μια πρόταση ακόμα κι από τρεις μόνο λέξεις, αν θέλαμε: υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο.

No comments:

Post a Comment